Google Audio Widget

25 Ιαν 2019

Για τη Μπατρίδα... και όλους αυτούς ...

               O Σήφης γεννήθηκε στο Σουργκούτ 10 χρόνια μετά το θάνατο του Ζαχαριάδη.
Το σπίτι του ήταν στον ίδιο δρόμο με το δρόμο που έζησε ο Έλληνας κομουνιστής καθώς  και ο παππούς του ο Μάρκος, που ήταν συναγωνιστής του και συνοδοιπόρος του στα καλά και τα κακά της ζωής τούτης. Ο παππούς Μάρκος έζησε μέχρι τα 104 και είχε άπλετο χρόνο για να εξιστορήσει και να διηγηθεί στο Σήφη όλες εκείνες τις στιγμές απο την αντίσταση τη δεκαετία του '40 και τη μετέπειτα πορεία στο βουνό για το 2ο αντάρτικο, για το Γράμμο και την έφοδο στον ουρανό. Για την φυγή στις Σοσιαλιστικές χώρες, για τις δυσκολίες για τα στραβά και τα ανάποδα και για όλα εκείνα που έκαναν το παππού Μάρκο να κοιτάει με μισό μάτι όποιον χωρίς δισταγμό δήλωνε αριστερός ή κομμουνιστής.
              Ο Σήφης μέχρι τα 10 του χρόνια άκουγε με προσοχή όσα του έλεγε ο παππούς Μάρκος και ονειρευόταν την χώρα εκείνη που ο παππούς αποκαλούσε πατρίδα και βούρκωνε στη θύμησή της. Όταν έφυγε άφησε πίσω του γυναίκα με 2 παιδιά τους οποίους δεν ξαναείδε ποτέ και στα μέσα του '50 έμαθε οτι και τους τρεις τους τους έκοψαν οι Μάηδες. Ο παππούς Μάρκος στάθηκε ξανά στα πόδια του και παντρεύτηκε τη Μαριώ αντάρτισσα και εκείνη και μαζί πορεύτηκαν στη δουλειά και το σπιτικό τους. Η γιαγιά Μαριώ είχε ήδη πεθάνει όταν γεννήθηκε ο Σήφης και ο παππούς Μάρκος ήταν άρρωστος τα τελευταία 3 χρόνια και το μόνο που ζήταγε ήταν να τον θάψουνε στη πατρίδα στο χωριό του κοντά στη Σπάρτη.
               Έτσι και έγινε μόλις ο παππούς άφησε για πάντα στα εγκόσμια, στήθηκε ολόκληρη επιχείρηση για τον επαναπατρισμό της σωρού του. Η τελετή έγινε όπως ο ίδιος είχε ζητήσει χωρίς παπάδες και διαβόλους με την οικογένεια και λίγους ακόμα απο εκείνους που γνώριζαν το Μάρκο και την ιστορία του.
              Η πρώτη επαφή του Σήφη με τη πατρίδα ήταν αυτή λοιπόν και εκεί ξεκίνησε μια μεγάλη περιπέτεια για τον ίδιο που έκαιγε μέχρι και όταν έκλεισε τα 28 του χρόνια. Τότε αποφάσισε να γυρίσει και εκείνος στη πατρίδα και να δει ξανά το σπίτι του παππού Μάρκου και να δοκιμάσει τη τύχη του σαν τσαγκάρης που ήταν. Στο σχολείο δεν ήταν ποτέ καλός και με δυσκολία κατάφερε να τελειώσει τις υποχρεωτικές τάξεις, στη συνέχεια πήγε κάλφας σε τσαγκάρικο και έγινε πολύ καλός στη δουλειά του. Το πρόβλημα ήταν όμως πως ήταν λίγο αργός στο μυαλό και όταν ερχόταν η ώρα να πληρωθεί και ο πελάτης τον γνώριζε, ο πελάτης έφευγε με περισσότερα χρήματα απ'οσα είχε πριν να πάει στο μαγαζί. Μάταια η μάνα του πάλευε να τον πείσει να την αφήνει να πηγαίνει στο μαγαζί και να τον βοηθάει στα οικονομικά. Στο τέλος τσακώθηκε με τους γονείς του και τους δήλωσε ορθά κοφτά οτι θα πάει στη μπατρίδα. Ο πατέρας του έβαλε τα γέλια και τον ειρωνεύτηκε λέγοντάς του για ποια πατρίδα μιλάει, Ο Σήφης θύμωσε και την επόμενη μέρα ήταν ήδη στο τρένο για το μεγάλο ταξίδι που με τις αναποδιές που  τον βρήκαν κράτησε 4 μέρες.
Έφτασε λοιπόν στο χωριό και για κάμποσες μέρες μάζευε τα ασυμμάζευτα στο σχεδόν γκρεμισμένο σπίτι του παππού Μάρκου. Είχε μετατραπεί σε καταφύγιο για περιστέρια για ποντίκια και για κάθε είδους ζωντανό. Κατάφερε μετά απο μέρες να το κάνει υποφερτό και μετά απο λίγες ακόμα μέρες με τη βοήθεια απο έναν ανεψιό του παππού Μάρκου να έχει και 2 λάμπες για να βλέπει μόλις πέφτει το σκοτάδι. Το επόμενο διάστημα έφτασε και η μεταφορική με τα μηχανήματα και με το πάγκο του τσαγκάρη απο το Σουργκούτ. Ο Σήφης βρήκε ενα παλιό κατάστημα και το ενοικίασε σε καλή τιμή και σιγά σιγά ξεκίνησε να παίρνει και τα πρώτα του λεφτά απο τη τέχνη του. Για καλή του τύχη ο κόσμος στη περιοχή τον αγκάλιασε και με το θρύλο που τριγύριζε το μύθο του παππού Μάρκου κανείς δε τόλμησε να εκμεταλλευτεί το αργό μυαλό του Σήφη.
           Πέρασαν κάπου στα 10 χρόνια και όλα κυλούσαν όσο καλύτερα γινόταν για το Σήφη, όλοι ήταν φίλοι του και χαιρόντουσαν τη παρέα του, ο Σήφης ιδιαίτερα κοινωνικός ανακάλυψε και το ταλέντο του στο τραγούδι και σε κάθε ευκαιρία σε όποιο κουτούκι πήγαινε να πιει κόκκινο κρασάκι τραγούδαγε γεμάτος περηφάνια ρεμπέτικα του Τσιτσάνη και αντάρτικα που είχε μάθει απο το Μάρκο.
              Τις επόμενες μέρες η τηλεόραση και τα ραδιόφωνα γέμισαν με την είδηση για τη προδοσία της πατρίδας και την αντεθνική συμφωνία που θα δώσει το όνομα της Μακεδονίας και σε μια άλλη χώρα. Για το Σήφη ήταν αρκετά δύσκολο να κατανοήσει όλα όσα άκουγε και έτσι το μόνο που του έμεινε ήταν οτι κάποιοι προσπαθούν να προδώσουν τη πατρίδα του.Ο Σήφης έμαθε για ενα μεγάλο συλλαλητήριο που θα γινόταν στη πρωτεύουσα για να διαμαρτυρηθεί ο κόσμος για την επαίσχυντη συμφωνία και αμέσως θυμήθηκε οτι σε ενα παλιό μπαούλο ειχε βρει μια σημαία που είχε ο παππούς Μάρκος. Ο Σήφης έβγαλε τη σημαία απο το μπαούλο και γεμάτος περηφάνια τη κράτησε στα χέρια του.








             Τη  μέρα που ήταν το συλλαλητήριο απο νωρίς το πρωί πήρε το πρώτο δρομολόγιο για τη πρωτεύουσα και βρέθηκε στο Σύνταγμα. Η σημαία ήταν καλά διπλωμένη μέσα στο μπουφάν του και περίμενε τη κατάλληλη στιγμή να τη ξεδιπλώσει και να την ανεμίσει. Πίστευε οτι θα τιμήσει το παππού Μάρκο και φούσκωνε απο  περηφάνια. Η διαδήλωση άρχισε και σε κάποια φάση άρχισαν να πέφτουν δακρυγόνα και κάθε λογής χημικά. Ο Σήφης μη έχοντας ξαναζήσει κάτι παρόμοιο άρχισε να τρέχει πανικόβλητος και σε κάποιο σημείο και αφού μπορούσε να ανασάνει και να δει κανονικά σκέφτηκε να ανοίξει τη σημαία έτσι για το γαμώτο μιας και ήδη βρισκόταν πολύ μακρυά απο το σημείο της κεντρικής διαδήλωσης. Ανοίγει λοιπόν τη σημαία και μετά απο λίγα λεπτά κάποιοι παραφουσκωμένοι με ξυρισμένα κεφάλια ξεκινάνε να τον βρίζουν να του λένε να φύγει απο εκεί και οτι οι συμμορίτες δεν έχουν θέση ανάμεσά τους και άλλα τέτοια.
             Ο Σήφης ελαφρύς όπως ήταν στο μυαλό συνέχισε να φωνάζει ΓΙΑ ΤΗ ΜΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΚΑΡΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΔΕ ΔΙΝΟΥΝ ΓΙΑ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΑΙΔΙΑ ΚΟΥΤΣΟΥΣ ΚΑΙ ΤΥΦΛΟΥΣ , στίχους απο τραγούδι που είχε ακούσει τυχαία και του είχε αρέσει και πίστευε οτι ταιριάζει με τη περίσταση. Το αποτέλεσμα ήταν οι παραφουσκωμένοι να αρχίζουν να τον σπρώχνουν και δεν άργησαν να πέσουν και οι πρώτες ''ψιλές'',τρομάζει λοιπόν ο Σήφης και το βάζει στα πόδια, και απο πίσω οι φουσκωτοί και 2 τετράγωνα παρακάτω απο απέναντι βλέπει ενα τσούρμο 10-12 άτομα με κράνη και κουκούλες να έρχονται κατά πάνω του.
             Απο τη μια οι φουσκωτοί και απο την άλλη οι κρανωμένοι που πλέον τους άκουγε να του φωνάζουν οτι θα του βάλουν στο κώλο τη σημαία του και άλλα τέτοια όμορφα. Έκανε να πάει δεξιά και αριστερά αλλά όλες οι πόρτες απο τις πολυκατοικίες ήταν κλειστές και έτσι ο Σήφης πήρε τη σημαία αγκαλιά και άρχισε να τραγουδάει τη διεθνή στα ρώσικα. Πέσαν πάνω του πρώτοι  οι φουσκωτοί και στη συνέχεια οι κρανωμένοι και στο τέλος αφού ο Σήφης δε σάλευε καν ξεκινήσανε να χτυπιούνται μεταξύ τους για κάμποση ώρα μέχρι που στο σημείο έφτασαν 5-6 αστακοί της αστυνομίας και με χημικά έκαναν τους μεν και τους δε να τρέχουν σε αντίθετες κατευθύνσεις. Ο Σήφης έμεινε εκεί ξαπλωμένος με τη σημαία σφιχτά στην αγκαλιά του, οι αστυνόμοι βρίζοντάς τον τον διέταζαν να σηκωθεί εκείνος όμως εκεί μπρούμυτα με τη σημαία σφιχτά δε σάλεψε. Ένας απο τους αστακούς τον πλησίασε και με κλοτσιές διαπίστωσε πως ο Σήφης δε γρικάει, με το πόδι τον γύρισε ανάσκελα για να δει τη σημαία να είναι κατακόκκινη απο το αίμα και το Σήφη με τα μάτια του ανοιχτά και το πρόσωπό του χαμογελαστό. Για μια στιγμή νόμισε πως είδε το Σήφη να του κουνά τα χείλια και να τον ρωτάει ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΜΠΑΤΡΙΔΑ ?????
Ο Σήφης πέθανε εκεί σε κάποια στενό τριγύρω απο τα Εξάρχεια, δεν είχε πέρα απο κάποιες εκδορές κανένα χτύπημα που θα μπορούσε να επιφέρει το θάνατο, το Σήφη δε τον σκότωσε ο ανεγκέφαλους ούγκανος φασίστας, όπως συνήθως έχει μάθει να κάνει, ούτε και ο πωρωμένος καυλωμένος αναρχοάπλητος βλαμμένος που τα βλέπει όλα μαύρα, το Σήφη δεν τον σκότωσε κανείς, ο Σήφης πέθανε με τη σημαία του παππού Μάρκου στην αγκαλιά του, και πέθανε έτσι χωρίς λόγω απλά πέθανε. Για το Σήφη δε κράτησαν 1 λεπτού σιγή στο κοινοβούλιο ούτε και έγιναν πορείες στη μνήμη του. Για το θάνατο του Σήφη δεν έμαθε κανείς, ο αστυνόμος που τον κλότσαγε μετά απο 2 μέρες νόμιζε πως τον Σήφη τον είδε στον ύπνο του καθώς και όλο αυτό φαντάζεται πως δεν συνέβη ποτέ και ήταν όνειρο. Για το Σήφη δεν έμαθε ποτέ η μάνα του και ο πατέρας του, αλλά ούτε και τον έψαξαν ποτέ, ο Σήφης ήταν ''ελαφρύς'' και ίσως έγινε καλόγερος στο Άγιο Όρος τελικά. Ο Σήφης δεν ήταν κάν ο εγγονός του Μάρκου παρά μόνο άλλη μια ιστορία απο αυτές που μου περνάνε απο το μυαλό καθώς μές την καταιγίδα διασχίζω τη Μεσογείων με το παπί μου και τα αυτοκίνητα γύρω μου να με λούζουν με το νερό που δεν αποστραγγίζει, λόγω των έργων που δεν έγιναν όπως θα έπρεπε, γιατί έπρεπε κάποιοι να πάρουν μίζες......  Είναι απο τις ιστορίες αυτές που μου θυμίζουν ότι η γραμμή ανάμεσα στο φασισμό, τον εθνικισμό και το πατριωτισμό είναι τέτοια που μόνο αν είσαι ηλίθιος ή ελαφρύς στο μυαλό μπορείς να τη μπερδέψεις. Είναι απο τις ιστορίες εκείνες που μου θυμίζουν οτι δεν θα πάω ποτέ σε πορεία που με καλούν οι παραφουσκωμένοι απο τα αναβολικά φασίστες αλλά και δεν θα παώ με τη προβατοποιημένη μάζα των ούγκανων που δε ρωτάνε τι και πως και φτάνει μια σημαία ελληνική για να τους ξεσηκώσει. Με τις άλλες τις σημαίες δεν έχουν θέμα φυσικά εκεί γίνονται διεθνιστές... Γενικά για όλα αυτά που σκέφτομαι και τραγουδάω ......






Σε κούρασα και έχεις μπερδευτεί αλλά δεν πειράζει βάλε λίγο με το νου σου να δεις τελικά ποιος και για ποια πατρίδα θυσιάστηκε και ίσως να μην αργά και καταλάβεις, το χρέος σου στο κόσμο ετούτο......



Καληνύχτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: