Google Audio Widget

22 Μαΐ 2021

A Hug for refugges Βλέποντας το a hug for Lesvos 22/5/2021

                                                              

 

 

 


 

 

                                                                       5 

Ξημέρωμα πρέπει να είναι όταν μόλις τον είχε πάρει ο ύπνος. Ένας ύπνος αρρωστιάρης απο αυτούς που αντίς να σε κάνουν να νοιώσεις τα κυτταρά σου να γεννιούνται και πάλι σου θυμίζει οτι όσο τα χρόνια περνάνε τόσο τα ξενύχτια δε σε θένε. 

Και μη φανταστείς το βράδυ είχε σαν κεντρική ιδέα την αναπόλυση, όπως συχνά το τελευταίο καιρό κάνει, στιγμών της νιότης με προσθέσεις και αφαιρέσεις, με αυτά που ήρθαν και όσα έφυγαν ανεποστρεπτή. Ένα ποτήρι κρασιού απο τα μεγάλα ακριβά σερβίτσια που τα έχουν οι αριστοκράτες για να αναδεικνύει τα αρώματα των παλαιωμένων κρασιών απο το παγωμένο κελάρι. 

Ένα τέτοιο ποτήρι γεμάτο με φθηνό Ιρλανδέζικο ουσίκι ξεχυλισμένο, με τις δαχτυλιές να μαρτυράνε ότι το ποτήρι του κάνει παρέα για κάμποσες ώρες και δεν είναι μοναχά ένα απεριτίφ για τη χώνεψη και τη σωστή λειτουργία της καρδιάς όπως έλεγε ένας παλιός του φίλος. 

 Χτυπά το τηλέφωνο που είναι στο σαλόνι αλλά εκείνος κοιμάται βαριά και πιθανά υποσυνείδητα χωρίς να το θέλει να ερωτεύεται ξανά όπως πρώτα και να θέτει στόχους για το κόσμο τη κοινωνία και την προσωπική του επιτυχία.Ο ήχος του τηλεφώνου είναι αυτός ακριβώς που σε κάθε άλλη περίπτωση θα τον είχε κάνει να σηκώσει τρομαγμένος και να απαντήσει στα γρήγορα, χτυπά επίμονα και στο βάθος του κουδουνίσματος αισθάνεσαι μια επιτακτική φωνή να σε διατάζει και με μανία να φωνάζει στα τύμπανα του αυτιού σου να σηκωθείς και να απαντήσεις γιατί κακό συμβαίνει. 

Στη παρούσα συνθήκη όμως ο ήχος αυτός είναι μια μελωδία καθώς εκείνος ονειρεύεται μια αμμουδερή ακρογιαλιά την ώρα που πέφτει ο ήλιος και η θάλασσα παρέα με τον ουρανό συναντιούνται εκεί που χάνεται η ματιά των ανθρώπων.Ο ουρανός αγκαλιάζει τη θάλασσα την πνίγει με το πορτοκαλί του κόκκινο χρώμα και τη βαφτίζει με το χρώμα του, 2 γλάροι και εκείνοι ερωτευμένοι πετάνε και αυτός βλέπει τις σκιές των φτερών τους να καθρεφτίζονται πάνω απο την αιώνια θάλασσα. Το κόκκινο είναι το χρώμα που μονοπωλεί αυτή την ώρα και παίρνει όλες εκείνες του τις αποχρώσεις απο το ανοιχτό ροζ μέχρι και το βαθύ πορτοκαλί. Φτάνει να ξέρεις που να κοιτάξεις και θα δεις τη παλέτα του κόκκινου του είχαν πει κάποτε, και δε θυμάται γιατί και πώς. Η μελωδία συνεχίζει το κύμα του βρέχει τα πόδια και 2 μέτρα παραπέρα ενας μικρός κάβουρας σταματάει απότομα και πισοπατάει για να ανοίξει το πέρασμά του να μη πέσει πάνω στον απρόσκλητο επισκέπτη. Στα αρμυρίκια θροΐζει ο καλοκαιρινός άνεμος και σαν ανάσα μωρού που κοιμάται τον ξαπλώνει στη νωπή αμμουδιά. 

 Ο ήχος του τηλεφώνου σταματάει και το όνειρο αρχίζει να γκρεμίζεται, το τοπίο έχει αλλάξει, η θάλασσα παραμένει κόκκινη αλλά με έναν άλλο αλλιώτικο τρόπο. Σαν κάποιος να έκανε μια μεγάλη σφαγή και όλο το σπαταλημένο αίμα να χύθηκε εκεί μπροστά στο δικό του πέλαγος. Οι γλάροι έχουν φύγει και στη θέση τους υπάρχουν 2 μαύρα σύννεφα που δεν είναι τα σύννεφα της βροχής και του ουρανού. Είναι καπνός, καπνός απο φωτιά και καταστροφή. Ο άνεμος που χάιδευε τα αρμιρύχια έχει γίνει βαρύς και με δυσκολία ανασαίνεις και μπροστά του πέφτουν κάφτρες και σκιντιλήθρες φωτιάς, σαν να καίγεται ενα χωριό ολόκληρο κάπου κοντά του. Ο κάβουρας έχει πια φύγει και ανοίγοντας το βλέμμα του παραπέρα το σώμα ενός παιδιού με το κεφάλι στην αμμουδιά. Το κύμα παρασέρνει το άψυχο κορμάκι του και εκείνο γαλήνιο κοιμάται σε έναν αιώνιο ύπνο. Το ζυγώνει φοβισμένος και σαστισμένος σκύβει πάνω του, εκείνο ανοίγει τα μάτια του και βγάζει μια κραυγή δυνατή. Είναι ξεκάθαρο πλέον, τόσην ώρα κοιμάται και προσπαθεί να ανοίξει τα μάτια του να βγει απο το όνειρο που έγινε εφιάλτης να κρατήσει για λίγο την ανάσα του και με τη μέθοδο Valsalva να επαναφέρει τους παλμούς του απο τον άρρυθμο και ράθυμο χτύπο στο φυσιολογικό , δεν τα καταφέρνει μιας και ένας άλλος ήχος σαν τη κραυγή του πνιγμένου παιδιού συνεχίζει να του τριβελίζει τον εγκέφαλο και σαν καρφί να διαπερνά το αριστερό του τύμπανο και να χώνεται βαθιά στο κεφάλι του. 

Το κινητό του τηλέφωνο, ναι είναι ξεκάθαρα το κινητό του. Απλώνει το αριστερό του χέρι και μηχανικά ανοίγει το κινητό και απαντάει.

 -Γιατρέ καλησπέρα, με συγχωρείτε.

- Πρέπει να έρθετε γρήγορα, μετανάστες, βούλιαξε στα ανοιχτά ενα φουσκωτό και τους φέρνουν λίγους λίγους, ελάτε γρήγορα γιατρέ φέρνουν και παιδάκια,  

-ελάτε γιατρέ. 

Το τηλέφωνο έκλεισε και άφησε πίσω του την έλλειψη ύπνου και την αγρύπνια της περασμένης βραδιάς, με γρήγορες κινήσεις πέταξε πάνω του τα πρώτα ρούχα που βρήκε και σε 5 λεπτά χωρίς να πλύνει το πρόσωπό του βρισκόταν καβάλα στη μοτοσυκλέτα του αφήνοντας πίσω τις πρώτες πρωινές υποψίες φωτός που μπορεί ο φθινοπωρινός ήλιος να είχε αμολήσει απο τη μακρινή του θέση ώστε να φτάσουν και να ζεστάνουν τις παγωμένες καρδιές των ανθρώπων. Τη ζέστα του ήλιου που δυστυχώς δεν έφτασε ποτέ για να ζεστάνει τις καρδιές εκείνων που βλέπουν τριγύρω τους ξένους, βλέπουν ανθρώπους με άλλο χρώμα με άλλη θρησκεία και άλλο πολιτισμό. Όλους εκείνους που τυφλωμένοι απο το εγώ τους δεν έσκυψαν ποτέ πάνω απο εναν άλλον άνθρωπο και δε μπήκαν στη λογική να μπουν στα δικά του παπούτσια για να δουν πως περπάτει εκείνος στη στράτα τούτης της πλάσης. Δεn είμαστε όλοι μια φτιαξιά και δε θα γίνουμε ποτέ. 

Η μοτοσυκλέτα έφτασε στα νοσοκομείο και χωρίς σκέψη όρμηξε προς τα επείγοντα. Ένας μακρύς, βαμμένος με κίτρινη ώχρα λαδομπογιά, διάδρομος τον οδηγούσε στη κλειστή μεγάλη διπλή πόρτα. Απο μέσα ακούγονται φωνές σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνει. Ακούει τουλάχιστον 4 διαφορετικά κλάματα και το ουρλιαχτό ενος άντρα τον θέτει σε πλήρη εγρήγορση, αφήνει το γρήγορο περπάτημα και  τρέχει πλέον σαν να τον κυνηγούν. Στην αίθουσα σωστό σφαγείο, φοράει γάντια και προσπαθεί να καταλάβει που ήρθε, μια νοσοκόμα τον πλησιάζει

- γιατρέ τους βούλιαξαν, του λέει. 

Την κοιτάζει χωρίς να καταλαβαίνει. 

-Ένα μεγάλο σκάφος πέρασε και τους εμβόλισε, η προπέλα έχει τραυματίσει πολλούς και γι'αυτό τα αίματα. 

-Έχουμε χωρίσει αυτούς που είναι σοβαρά, περιμένουμε ασθενοφόρο να τους διακομίσει, τουλάχιστον να σταματήσουμε την αιμορραγία μπας και σωθούν και να δούμε και τους άλλους. 

Οι επόμενες τρεις ώρες είναι ανάμεσα σε ράμματα γάζες καθετήρες και ορούς. Τα μωρά δεν έχουν χτυπήσει αλλά είναι τρομαγμένα και ουρλιάζουν. Είναι πεινασμένα και αφυδατωμένα. Γίνονται εξετάσεις σε όλους, έχει ξημερώσει για καλά και κάποιοι λίγοι απο τους πολίτες που ήρθαν για δικιά τους δουλειά παίρνουν πρωτοβουλία. 

- Γιατρέ είμαστε και εμείς εδώ ότι μπορούμε να κάνουμε πες μας είμαστε μαζί σου. 

-Βοηθήστε τις καθαρίστριες να καθαρίσουν γιατί θα φέρουν και άλλους. 

-Ρωτήστε τις νοσηλεύτριες μήπως χρειάζεται να μεταφέρεται ασθενείς, γιατί τραυματιοφορέα δεν έχουμε στο νοσοκομείο, 5 νοματαίοι τα κάνουν όλα και στηρίζουν τους πάντες. 

 Χτυπάει τηλέφωνο η νοσηλεύτρια τρέχει αλλά ο γιατρός την έχει προλάβει. 

-Νοσοκομείο, παρακαλώ πείτε μου γρήγορα.

-Έλα Ρε γιατρέ, ακούγεται κάποιος άντρας, αγαναχτισμένος και σκασμένος με κοφτή ανάσα απο την άλλη γραμμή

- Εχω βουτήξει 10 φορές θα σπάσουν τα πλεμόνια μου, δε το βρίσκω ρε γιατρέ, ξεσπάει σε κλάμματα. 

-Κυρ- Δημήτρη εσύ είσαι, τον ρωτάει, 

-τί έγινε δε σε καταλαβαίνω.

-Το παιδί ρε γιατρέ, το παιδί, δε το βρίσκω 

 Κάποιος τρίτος παίρνει το τηλέφωνο απο τα χέρια του κυρ-Δημήτρη 

-Γιατρέ μου έχουμε μια μητέρα εδώ που με σπασμένα αγγλικά μας είπε οτι έχει χάσει το παιδί της, της έφυγε απο τα χέρια την ώρα που τους βούλιαξε ο αλήτης. 

-Ο μαστρο Μήτσος έχει βουτήξει 50 φορές έχουν γίνει μπλε τα χείλια του ρε γιατρέ, και το λιμενικό έχει στείλει 2 παιδιά εδώ αλλά αυτοί δε βουτάνε...... Σταματάει να μιλάει στο γιατρό και ακούγεται η φωνή του τρίτου 

-Ρε Μήτσο μη βουτάς ρε μαλάκα πάλι τόσο σύντομα, σκέψου τα παιδιά σου ρε μαλάκα. 

Ο Μήτσος δε δίσταξε και με μια ανάσα του απαντάει 

- και αυτό το παιδί ποιανού είναι ρε μαλάκα. 

-Γαμώ τη Παναγία σας το παίζετε και θρήσκοι. 

Ο γιατρός άκουσε το παφλασμό απο τη βουτιά του Μαστρο Μήτσου και μετά η γραμμή έκλεισε. Συνέχισε να υποδέχεται και άλλους απο τους εμβολισμένους δύσμοιρους ναυαγούς και συνέχισε να τους φροντίζει όσο καλύτερα μπορεί, και έτσι πέρασαν άλλες 2 ώρες. Είναι η ώρα ακριβώς εκείνη που το σπάσιμο του μεσημεριάτικου ήλιου ρίχνει τις αχτίνες του εκεί που περνάνε απο το μικρό παραθυράκι που βλέπει τον ακάλυπτο χώρο πίσω απο το νοσοκομείο και φωτίζουν την οθόνη απο τον φορητό υπέρηχο που βρίσκεται στο τμήμα επειγόντων περιστατικών. Έχει ζυγώσει να τον ανοίξει για να κάνει υπέρηχο σε μια εγκυμονούσα απο τους ναυαγούς για να επιβεβαιώσει και αυτό που με το στηθοσκόπιο άκουγε, μια καλή εγκυμοσύνη που ευτυχώς συνεχίζει να είναι καλή παρά τη μεγάλη ταλαιπωρία και κακουχία που πέρασε. Την ώρα που έχει σκύψει να πατήσει το διακόπτη η σειρήνα του ασθενοφόρου γίνεται όλο και πιο δυνατή και πλησιάζει με μεγάλη ταχύτητα ουρλιάζοντας σαν να παρακαλάει για οίκτο και κανείς να μην τον δείχνει. Το ασθενοφόρο έχει σχεδόν φτάσει και ο γιατρός τρέχοντας ανοίγει τη πόρτα την ώρα που στην άλλη άκρη του διαδρόμου μπροστά απο το μακρύ διάδρομο φρενάρει με μανία και σταματάει απότομα το ασθενοφόρο, οι 2 πόρτες ανοίγουν και με μια φωνή και οι δύο, οδηγός και συνοδηγός του φωνάζουν

-Γρήγορα γιατρέ γρήγορα 

ανοίγει η πίσω πόρτα του οχήματος και απο μέσα σαν άγριο θηρίο, σαν μια λέαινα που μόλις 2 μέρες έχει γεννήσει και απειλή ζυγώνει τα μωρά της, ξεπετιέται ο μαστρο-Μήτσος με ενα αγόρι κοντά στα 6 χρόνια αγκαλιά, το βαστάει όπως η Παναγιά βαστάει το Χριστό στις εικόνες απο τα μοναστήρια της Καλαμπάκας, το βαστάει τρυφερά να μη του το ξυπνήσει κανείς αλλά ο Μαστρο Μήτσος είναι άλλος, το πρόσωπό του είναι μαύρο κανονικό μαύρο, κατράμι, ενώ στο κατάμαυρο μέχρι πρότινος μαλλί του έχουν κάνει την εμφάνιση πυκνές τούφες με κάτασπρες τρίχες. Τα χείλια του είναι μελανά τόσο μελανά σαν σινική μελάνη και τρέχει ο Μήτσος τρέχει στο γιατρό, και δεν αναπνέει, η καρδιά του έχει πάψει να χτυπάει και συνεχίζει να τρέχει, πάντα με το νου του να μην ξυπνήσει κανείς το ‘’παιδί ‘’ του, το δικό του Χριστό. Απο την άλλη μεριά ο γιατρός τρέχει και απλώνει τα χέρια παίρνει το παιδί και ο Μαστρο Μήτσος καταρρέει και πέφτει με το πρόσωπο στο παγωμένο μωσαϊκό 

 -γρήγορα ρε παιδιά βοηθήστε το Μήτσο, ακούγεται μια φωνή 

ο γιατρός με το παιδί αγκαλιά γυρνάει τη πλάτη του, και ακούει το Μαστρο Μήτσο με μια φωνή που δεν έχει ξανακούσει 

 -Γιατρέ, σώσε το παιδί , 

-γιατρέ, το παιδί μου, γαμώ τη Παναγία μου 

και σβήνει, το πρόσωπό του χτυπά ξανά στο πάτωμα και αίμα βγαίνει απο τα αυτιά και το στόμα του. Τα επόμενα 15 λεπτά πέρασαν χωρίς κανείς να μιλάει ή τουλάχιστον αυτό πίστευε εκείνος μιας και δεν άκουγε τίποτα, καρφωμένος στο μονιτορ πίστευε στο θαύμα, μια ένδειξη η μια ζωτική λειτουργία, προσπάθειες ανάνηψης ασταμάτητα, το κορμάκι του αγοριού είναι παγωμένο και δε λέει να ζεσταθεί, τα μαύρα του μαλλιά με το άλατι της θάλασσας βρέχουν το λευκό σεντόνι και στάζει στο πάτωμα. Μια σταγόνα συναντά μια κηλίδα αίματος που έχει ξεμείνει απο πριν και μέσα στο χαμό εκείνος ακούει τη σταγόνα, κοιτάζει και βλέπει το αλατόνερο να σπάει τη κηλίδα με το αίμα και να τρέχει, στο μυαλό του ενα ποτάμι ορμητικό του θυμίζει το όνειρο, είναι το αγόρι που του ούρλιαξε. Έχει μαύρα πυκνά μαλλιά και δυο σμιχτά φρύδια, ένα ολοστρόγγυλο αδύνατο προσωπάκι, και στο σαγόνι του μια μικρή ουλή ούτε ενα εκατοστό απο κάποια αταξία προηγούμενων χρόνων. Έκοψαν τα ρουχαλάκια που φόραγε με ψαλίδι, ενα κόκκινο παιδικό φανελάκι με άσπρες ρίγες στα μανίκια και με εναν παιδικό ήρωα απο τα παιδικά που κάποια άλλα παιδάκια θα βλέπουν αυτή την ώρα γελώντας απο το καναπέ τους χαζεύοντας τηλεόραση.Στο σώμα του καλώδια ενα σωρό, μια νοσοκόμα αγωνίζεται με ενα πιεσόμετρο που δεν είναι για παιδάκια αλλά θα κάνει τη δουλειά. Το τρυφερό άτριχο σωματάκι του αγοριού δείχνει ενα καλοσχηματισμένο παιδί που θέλει να ζήσει, στο δεξί του γόνατο έχει ενα κακάδι που με το νερό έχει σχεδόν ξεκολλήσει και απο το δέρμα και στον αριστερό ταρσό μια μελανιά πιθανά απο τις τελευταίες ημέρες της ταλαιπωρίας. 

Εκείνος ξαφνικά επιστρέφει και πάλι στην επικοινωνία με το κόσμο, η νοσοκόμα τον χτυπάει στη πλάτη άστο γιατρέ παράτα τα, δεν έχει νόημα προσπαθούμε μια ώρα, ήταν πολύ ώρα στο νερό, εκείνος νοιώθει τα πόδια του να σπάνε, σαν κάποιος με το πιο κοφτερό σπαθί να του έδωσε μια και απότομα ακαριαία το πόδια του να κόπηκαν ακριβώς στα γόνατα. Η νοσοκόμα κλαίει με λυγμούς και εκείνος βαστιέται απο το κρεβάτι να μη πέσει, παίρνει βαθιά ανάσα και συνέρχεται ξανά, κοιτάζει το αγόρι που κοιμάται αιώνια. Έχει πια φύγει απο αυτό το κόσμο, απο το κόσμο που μισεί αυτό που δεν έτυχε να είναι. 

Ένας Αφγανός μετανάστης που δουλεύει στα χωράφια της περιοχής μπαίνει στα επείγοντα, 

-Γιατρέ, λέει με σπαστά Ελληνικά, 

- είναι Σύριοι, εγώ ξέρω Αραβικά αν θες βοήθεια θα είμαι απέξω, και αθόρυβα όπως μπήκε βγαίνει και κάθεται στο πάτωμα απέξω. 

Το αγόρι έχει φύγει απο το κρεβάτι και βλέπει τους τελευταίους ασθενείς. 

Κάποιος έχει ανοίξει το μικρό τρανζιστοράκι και παίζει τραγούδια ενώ η φωνή του παρουσιαστή που και που λέει κάποιες σκόρπιες ειδήσεις που κανείς δεν ακούει. 

Η φωνή του Μαστρο-Μήτσου ακούγεται να βροντάει όπως οι κεραυνοί του Δία 

- αφήστε με να μπω αφήστε με. 

 Η πόρτα ανοίγει και ο Μαστρο Μήτσος έχει το κανονικό του χρώμα, τα μάγουλά του είναι κόκκινα, αλλά οι άσπρες τούφες παραμένουν στο κεφάλι του. Φοράει τα ίδια ρούχα που φορούσε και πριν όταν του έδωσε το παιδί. Μια χοντρή μάλλινη μπλε μπλούζα απο αυτές που φοράνε οι ψαράδες για να μη κρυώνουν στις βάρκες όταν πάνε για δίχτυα και παραγάδια. Έχει ενα παχύ μουστάκι που ανάρια ανάρια ξεπετάγονται κάποιες λίγες άσπρες τρίχες μέσα στις υπόλοιπες κορακόχρωμες. Είναι περίπου 4 μέρες αξύριστος και στα μάγουλα έχει αραιή γενειάδα με μια βαθειά ουλή στο αριστερό του μάγουλο που καταλήγει λίγο μπροστά απο τον έξω ακουστικό του πόρο. Τα ρούχα του είναι ακόμα βρεμένα αλλά εκεί που παίρνουν να στεγνώσουν κάνουν άσπρες λίμνες απο το αλάτι που μένει σε αυτά. Ζυγώνει το γιατρό και απο πίσω τρέχει ο προσφιλής Αφγανός και τον ακολουθεί σα να είναι έτοιμος να τον πιάσει αν προσπαθήσει να κάνει κάτι άσχημο.  

-Γιατρέ, του λέει κοφτά, συγχώρα με δεν ήθελα να μιλήσω άσχημα πριν, το έσωσες το παιδί? 

Τα μάτια του γιατρού του έδωσαν την απάντηση που δεν ήθελε να ακούσει. 

Γύρισε να φύγει χωρίς να πει λέξη, έκανε 2 βήματα, κοντοστάθηκε έκανε να γυρίσει, έκανε άλλα 2 βήματα και αποφασιστικά γύρισε και του είπε 

 -Συγχώρα με γιατρέ, δε φταις εσύ, βούτηξα πάνω απο 80 φορές, αλλά άργησα να φτάσω στο τόπο, εγώ φταίω, μόνο εγώ. 

Έφυγε χωρίς να ανταλλάξει άλλη κουβέντα με κανέναν, ενώ ο Αφγανός φίλος κοιτούσε μια μαμά που φορώντας ενα πολύχρωμο μαντήλι και ενα πλαστικό πορτοκαλί αδιάβροχο προσπαθούσε με το μπιμπερό να ταγίσει το μωρό που είχε αγκαλιά. 

 -Μη λυπάσαι γιατρέ, η τύχη μας θα ήταν χειρότερη και απο αυτό που βλέπεις άμα δεν ήσασταν και εσείς εδώ. 

-Μια ζωή πόλεμο και θάνατο ζήσαμε. 

Την ίδια στιγμή μια γυναίκα ντυμένη με μαύρα ρούχα μπαίνει στο χώρο, την βαστάνε οι δυο λιμενικοί για να μην πέσει. Κλαίει με λυγμούς. 

 -Είναι η μάνα του αγοριού, τον ενημερώνει ο Αφγανός. 

-Ζητάει να δει το παιδί της. 

Ο γιατρός ενημερώνει της νοσοκόμες να ετοιμάσουν τον νεκρό να τον ευπρεπίσουν για να τον δει η μητέρα του. 

Ο Αφγανός κάθεται παραδίπλα σε εναν απο τους λιγοστούς άνδρες του ναυαγίου. 

 -Γιατρέ, του λέει, η φουκαριάρα έχασε τον άντρα της και τους γονείς της στη Συρία. 

-Έβαλε το παιδί στη βάρκα για να σωθούνε. 

Και συνεχίζει τη κουβέντα που είχε με τον Σύριο. 

Το ραδιόφωνο παίζει Τσιτσάνη, κάποια μάνα αναστενάζει 

-κάποια μάνα αναστενάζει Μέρα νύχτα ανησυχεί 

Το παιδί της περιμένει Που έχει χρόνια να το δει. -

 

Ο γιατρός πλησιάζει το Σύριο με τον Αφγανό και κάτι πάει να τους ρωτήσει, αλλά ο Αφγανός υψώνει το χέρι του σα να του δίνει εντολή για λίγο να μη τους διακόψει, το τραγούδι συνεχίζει και ο Αφγανός συνεχίζει να μιλάει με κενά διαστήματα στον Σύριο. 

Τελευταίο κουπλέ, φινάλε του τραγουδιού και ο Αφγανός κατεβάζει το χέρι. 

 - Τι συζητάτε, τον ρωτάει ο γιατρός 

- Δε συζητάμε γιατρέ.

-Με ρώτησε να του πω τι λέει το τραγούδι και του μεταφράζω τους στίχους. 

Ο Σύριος έχει ξεσπάσει σε δυνατούς λυγμούς και κρύβει με τα δυο του χέρια το πρόσωπό του.

 -Αυτός ήταν δάσκαλος, λέει στο γιατρό ο Αφγανός 

-ξέρει πολλά ελληνικά τραγούδια είχε έρθει και στη Κρήτη διακοπές πριν απο χρόνια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: