Google Audio Widget

12 Μαΐ 2022

Πόση αξιοπρέπεια χωρά σε μια τυρόπιτα!

Και να πεις οτι φταίει μοναχά που μεγάλωσε στο χωριό θα μπορούσες πολλά να πεις και άλλα τόσα να δικαιολογήσεις και να δώσεις έστω μια μικρή άφεση στις αμαρτίες του. Αλλά ο περίγυρος η οικογένεια. Τόσες επιρροές. Λεφτά πολλά δεν υπήρχαν αλλά αυτά τα λίγα δόθηκαν στους καλούς δασκάλους για να τον κάνουν ''άνθρωπο'' όπως του λέγανε. Αυτός ανάποδος απο τη γέννα του να κάνει το ανάποδο απο αυτό που του δείχνανε μέχρι που φτάσανε να του λένε το λάθος με σκοπό αυτός να κάνει απο αντίδραση το σωστό. Τη δεκαετία του '80 ορισμοί όπως bulling και εκφοβισμός ήταν ορισμοί για τις εγκυκλοπαίδειες και τα ιατρικά βιβλία. Τα χρόνια εκείνα έπρεπε να είσαι είτε χειροδύναμος είτε να έχεις μεγαλύτερα αδέρφια είτε να το έλεγε η περδικούλα σου και να αντέχει το σαρκίο σου τις φάπες. Δύσκολο ακόμα και να πας στο δάσκαλο να το πεις, η έννοια του προδότη και του ρουφιάνου θα σε συνόδευε στη μπάλα και τα υπόλοιπα ομαδικά παιχνίδια. Σκληρά παιδιά λέει βγήκανε κείνα τα χρόνια αν και δεν ήταν και όλα τέτοια. Έβλεπες και διαφορετικούς ανθρώπους που με κάποιο παράξενο τρόπο κατάφερναν να είναι στα παιχνίδια, να γλυτώνουν τις φάπες και να μην χρειάζονται και τη βοήθεια κάποιου μεγαλύτερου χωρίς οι ίδιοι να είναι νταβραντισμένοι. Ανεξήγητη έννοια η διπλωματία και η απλότητα για τα παιδικά μυαλά. και δε μας απασχολεί κιόλας μιας και το ξύλο και τα σκισμένα γόνατα είναι η κύρια απασχόλησή μας. Την ίδια εκείνη εποχή άρχισαν να συρρέουν πλήθη ανθρώπων απο τη γειτονική Αλβανία. Έπεσε λέει το καθεστώς του Χότζα. Μα αφού ο δυνάστης πέθανε εκείνοι οι νοματαίοι γιατί παίρνουν τα παιδιά και φεύγουνε. Το άκουγες στο καφενείο να το λένε οι δεξιοί οτι θα γεμίσουμε κουμούνια Αλβανούς. Όπως θέλανε να πάρουνε τη Κορυτσά θα μας πάρουν και τα σπίτια. Άλλοι λέγανε πως πρόκειται απλά για πεινασμένους ανθρώπους που ψάχνουν να βρουν μια δουλειά, αλλά αυτή η ιδέα δεν έκρυβε τίποτα για να κάνει ενα παιδί να τους μισήσει. Μεγαλώνοντας σε ένα κόσμο που το να μισείς και να εχθρεύεσαι τον άλλο είναι το καθημερινό σου παιχνίδι η αντίληψη της λύπησης δεν έχει θέση. Ήρθαν και στο χωριό μια οικογένεια. Εξαντλημένοι άνθρωποι διαλυμένοι με τα πράγματα τους τυλιγμένα σε άσπρο σεντόνι. Ένα παιδί στα χέρια η μάνα του, γύρω στους 18 μήνες τυλιγμένο σε κάτι λερά πανιά που η σκόνη, το σκατό και ο ιδρώτας της μάνας έχουν ανακατευτεί και έχουν γίνει ένα, η μυρωδιά δε φτάνει στα ρουθούνια του αγοριού αλλά μπορεί να τη φανταστεί. Άλλο ενα παιδί σέρνεται πίσω της βαστώντας τη μακρυά της πλουμιστή καφετιά φούστα της, αυτό φοράει ρούχα σα τα δικά μας, είναι γύρω στα 7 χρόνια και οι μύξες έχουν ξεραθεί στο άνω του χείλος, βρώμικο και αυτό χωρίς παπούτσια στα πόδια του αλλά με κάτι χοντρές κάλτσες που θύμισαν τσαρούχια στις παρελάσεις. Η μάνα φόραγε ενα άσπρο μαντήλι στο κεφάλι της και τα μάγουλά της έδειχναν οτι τα δάκρυα που συχνά έτρεχαν πάνω τους στέγνωναν και ανακατεύονταν με τη σκόνη του δρόμο δίνοντας μια λασπώδη υφή στην πρόωρα γερασμένη της επιδερμίδα. Ο πατέρας μεγαλύτερος απο τη μάνα καμιά πενταετία, γεροδεμένος με τα μαλλιά του να έχουν κάνει μια κάποια αραίωση στη περιοχή των κροτάφων, κοντοκουρεμένος, με ένα κόκκινο μαντήλι περασμένο στο λαιμό του να έχει το βιός του τυλιγμένο στο λευκό σεντόνι και να το κουβαλάει στη πλάτη του. Περπατάει και κοιτάζει το δρόμο η πλάτη του απο το περπάτημα και το βάρος έχει λυγίσει μπροστά και η στάση αυτή μοιάζει να είναι πλέον η φυσιολογική του κορμιού του. Το παχύ του μουστάκι μοιάζει να είναι πιο ανοιχτού χρώματος απο τα κατάμαυρα μαλλιά του ενώ τα φρύδια του είναι τόσο πυκνά που με δυσκολία μπορείς να δεις τα μάτια του. Το παντελόνι του είναι φτιαγμένο απο ενα γκρίζο ύφασμα που στο χωριό του αγοριού χρησιμοποιούν για να φτιάχνουν τσουβάλια, και όμως ο ταλαίπωρος ξένος το φορά σαν πανταλόνι με ένα σκοινί περασμένο στη μέση σαν ζωνάρι για να βαστιέται στο ύψος της μέσης του. Όσο για τα παπούτσια αυτά και για τους δυο γονείς είναι σίγουρα απο κάποιο κάδο σκουπιδιών παρμένα στη διάρκεια του ταξιδιού τους. Και τα τέσσερα πράγματα που τους ποδένουν είναι διαφορετικά μεταξύ τους και σε άλλα νούμερα το καθένα απο το άλλο. Το αγόρι καθισμένο με άλλους 2 φίλους του έμεινε να κοιτάζει τους ξένους χωρίς να αντιδράσει, με τα μάτια του τους ακολούθησε μέχρι το τέλος του δρόμου εκεί που το οπτικό πεδίο τελείωνε μαζί με τη στροφή στο τοίχο του παλιού σπιτιού. Ο μεγαλύτερος της παρέας είπε '' το έλεγε ο πατέρας μου θα έρθουν και εδώ οι βρομιάρηδες να μας φέρουν το κομουνισμό και τη φτώχεια τους'', το αγόρι σκέφτηκε οτι έχει ακούσει να λένε και το πατέρα του κομουνιστή αλλά θεώρησε να μην πει κάτι για να υπερασπιστεί το τίτλο του πατέρα του και έμεινε σιωπηλός και πάλι. Ο μεγάλος της παρέας σηκώθηκε και είπε οτι θα πάει να ενημερώσει το πατέρα του, να είστε τριγύρω μπορεί να χρειαστεί να αναλάβουμε δράση είπε με νόημα και έφυγε τρέχοντας προς το καφενείο που συνήθιζε να πίνει μέχρι λιποθυμίας ο πατέρας του, και ίσως ακόμα και σήμερα τη θέση του πατέρα του να έχει αναλάβει ο γιος, στο ίδιο καφενείο με τις ίδιες ακριβώς καρέκλες. Ο τρίτος της παρέας είπε πως θα πάει στο σπίτι, είναι Κυριακή και οι έχουν μπριζόλες με πατάτες στο φούρνο. Το αγόρι σκέφτηκε οτι οι γονείς του είναι στο χωράφι και θα γυρίσουν όταν ο ήλιος θα ε΄χει πέσει στο ύψος του ορίζοντα, και θα πάει στη γιαγιά του να φάει αυγά τηγανητά με μπόλικο αλάτι και μια φέτα ψωμί. Τρεις ώρες περίπου αργότερα ο μεγάλος της παρέας βρέθηκε απέξω απο το σπίτι της γιαγιάς του φωνάζοντάς τον, η γιαγιά τον σιχτίρισε, μη κάνεις παρέα παιδί μου με αυτόν, είναι μοβόρος σα το πατέρα του το χουντικό, το παιδικό μυαλό όμως δεν έδινε νόημα στις λέξεις και τρέχοντας βγήκε πηδώντας το πέτρινο τοίχο. Έχουμε αποστολή. Βρήκαν καταφύγιο οι βρομιάρηδες στο παλιόσπιτο του μπάρμπα Βαγγέλη πάνω απο το κουτούκι, μόλις πέσει ο ήλιος θα τους πάρουμε με τις πέτρες, έχω φέρει και μπαλόνια για μπουγέλωμα. Το αγόρι συμφώνησε σιωπηλά. Το σχέδιο πήγε πολύ καλά. Τα 2 αγόρια πετροβολούσαν για ώρα απο τα σπασμένα παράθυρα του ερειπίου τους φτωχοδιάβολους. Πέταξαν και όλα τα μπαλόνια που είχαν γεμίσει με νερό. Οι δύστυχοι ταξιδιώτες προσπάθησαν να διώξουν τα παιδιά με ακαταλαβίστικα λόγια και χώθηκαν κάπου βαθύτερα μέσα στα κτίσμα με τα σάπια πατώματα και τα χωρίς τζάμια παράθυρα. Αφού πέρασαν κάμποση ώρα πολιορκώντας τους έφυγαν και πήγαν να βρουν τον πατέρα του μεγάλου, του είπαν το κατόρθωμά τους δυνατά και φωναχτά μέσα στο καφενείο, εκείνος τους άκουγε με ενα χαμόγελο κάτω απο το κιτρινισμένο απο το τσιγάρο μουστάκι του, μπράβο τους είπε με νόημα, πάρτε απο μια πορτοκαλάδα για το κατόρθωμα, σας κερνάω εγώ είπε. Στην απέναντι γωνία του καφενείου σιωπηλός καθόταν ένας ηλικιωμένος κύριος που συχνά επισκέπτεται το πατέρα αργά το βράδυ και τότε η μάνα φεύγει απο το δωμάτιο και τους αφήνει να τα λένε με τις ώρες χαμηλόφωνα. Ο Μήτσος, έτσι τον λένε και έτσι του λέει η μάνα του, πήγαινε στο δωμάτιό σου γιατί έχει έρθει ο Μήτσος και συζητάει με το πατέρα σου. Καθώς το αγόρι απολάμβανε τη πορτοκαλάδα του εκείνος, ο Μήτσος, έριξε το βλέμμα του πάνω στο αγόρι και ήταν σα να το μαστίγωνε στη πλάτη με ενα αόρατο μαστίγιο. Δίπλωσε με φροντίδα την εφημερίδα και την ακούμπησε στη μέση του τραπεζιού. Απο ένα στρόγγυλο παράξενο δερμάτινο πορτοφολάκι έβγαλε λιγοστά κέρματα και τα άφησε πάνω στο τραπέζι, σηκώθηκε αργά και χωρίς να αφήσει το βλέμμα του απο το αγόρι αποχώρησε χωρίς να πει κουβέντα σε κανέναν. Τα αγόρια ήπιαν τη πορτοκαλάδα και άκουσαν τα μεθυσμένα λόγια του πατέρα του μεγάλου και αρχηγού της συμμορίας, να τους περιγράφει ανούσια για αυτά περιστατικά με γυναίκες του δρόμου που εκμεταλλεύτηκε όπως έλεγε και στο τέλος με ενα χαστούκι τις άφηνε στο πλάι του δρόμου. Για τη θητεία του στο στρατό, με καμάρι έλεγε οτι υπήρξε οδηγός του στρατάρχη τάδε καθώς και για το πέρασμά του σαν φύλακα στα υπόγεια της ειδικής ασφάλειας τη περίοδο που στέλνανε τους κόκκινους διακοπές στα νησά... Το αγόρι άκουγε και δεν κατανοούσε ποιοι είναι οι κόκκινοι και τι είναι τα νησά, Γνώριζε μόνο νησιά απο τη γεωγραφία και οτι ζούσε στο δεύτερο μεγαλύτερο της Ελλάδας που όμως δεν έμοιαζε με τα άλλα που οι πλούσιοι πάνε για διακοπές το καλοκαίρι. H μέρα πέρασε και το αγόρι γύρισε στο σπίτι , βρίσκοντας το Μήτσο να μιλάει με το πατέρα του, με τη διαφορά οτι αυτή τη φορά παρόν ήταν και η μάνα. Τον κοίταξαν και οι τρεις με βλέμμα το οποίο έδωσε στο αγόρι να καταλάβει οτι η βραδιά δεν θα εξελιχθεί με καρπούζι και ραδιόφωνο στην αυλή πλάι στο πατέρα. Στο δωμάτιο σου του είπε ο πατέρας, και στη φωνή του δεν υπήρχε ενδεχόμενο διαπραγμάτευσης. Καθώς έκλεισε τη πόρτα τον άκουσε να ρίχνει χριστοπαναγίες, κουλουριάστηκε κάτω απο το σεντόνι και κούρνιασε στη γωνία του τοίχου. Ο πατέρας του σε σύγκριση με τους άλλους πατεράδες δεν τον είχε δείρει ποτέ, η μάνα του του έριχνε καμιά φορά καμιά στο κώλο με τη λουρίδα ή με τη μυγοσκοτώστρα αλλά περισσότερο για χάδι τα καταλάβαινε τα μαλώματα αυτά παρά με ξύλο. Κάμποση ώρα αργότερα ο πατέρας μπήκε στο δωμάτιο μίλαγε αγριεμένος με την ανάσα του να τον πνίγει, σήκω απάνω του είπε. Σηκώθηκε και ο πατέρας σήκωσε το χέρι του απειλητικά στο ύψος του κεφαλιού και έκανε απότομα να το κατεβάσει με σκοπό ένα καλοχτυπήμενο χαστούκι, δεν το έκανε, κατέβασε το χέρι στο πλάι και μόνο του είπε, ντρέπομαι, ντρέπομαι για λογαριασμό σου, φτού σου του είπε και τον έφτυσε , γύρισε τη πλάτη του και βγήκε απο το δωμάτιο. Ακόμα και σήμερα 30 και πλεόν χρόνια αργότερα το αγόρι θεωρεί οτι η μεγαλύτερη προσβολή είναι να σε φτύσουν. Ακολούθησε η μάνα που τον έψελνε για καμιά ώρα για τη πράξη του να ακολουθήσει το γιό του Σπύρου και να κάνουν τέτοιο κακό στους φτωχούς ανθρώπους. Ακούστηκε ο πατέρας ξανά, η τιμωρία σου θα είναι όλο το καλοκαίρι να έρχεσαι μαζί μου στα χωράφια το πρωί και τα απογεύματα θα κάνεις μαθήματα στην έκθεση με το Μήτσο, ο Μήτσος είναι ο σιωπηλός γέροντας που ήταν στο καφενείο και τον μαστίγωσε και τον βρήκε στο σπίτι γυρνώντας με το πατερα και τη μάνα. Χωράφι σκέφτηκε το πρωί και το απόγευμα μάθημα με το γερο-ρουφιάνο, μαύρο καλοκαίρι χωρίς αποστολές και μπάλα. Και έτσι και έγινε, ότι έλεγε ο πατέρας ήταν νόμος. Ήταν πρώτη φορά που περίμενε με τόσο μεγάλη χαρά να ανοίξουν τα σχολεία, όχι για τα μαθήματα αλλά για το παιχνίδι που του έλειψε και τη παρέα με τους φίλους που έχασε, μόνο κάποιες λίγες Κυριακές μετά την εκκλησία προλάβαινε λίγα σουτάκια στο προαύλιο της εκκλησίας παρέα με τους άλλους πριν τον μαζέψουν στο σπίτι και πάλι να ετοιμάσει την έκθεση για το μάθημα με το Μήτσο. Το πρωινό εκείνο ξύπνησε πριν προλάβει η μάνα του να μπει στο δωμάτιο για να τον ξυπνήσει. Πλύθηκε και ετοιμάστηκε γρήγορα γρήγορα και πριν κατέβει καλά καλά το γάλα με το κακάο στη κοιλιά του ήταν στο δρόμο για το πέτρινο κτίσμα του περασμένου αιώνα που ήταν το σχολείο του. Στα μισά του δρόμου συνάντησε τον μεγάλο, τον αρχηγό της συμμορίας. δεν τον χαιρέτισα καν ο μεγάλος παρά του είπε με αυστηρό και προβληματισμένο ύφος, έχουν έρθει Αλβανοί στο σχολείο μας. Το αγόρι κατάλαβε πως θα έπρεπε να αναλάβουν δράση γιατί αυτό δεν ήταν μια τόσο ανεκτή κατάσταση που πρέπει να περάσει έτσι. Έφτασαν στο σχολείο και στο μεγάλο προαύλιο το αγόρι ξεχώρισε κατευθείαν το αγόρι που σερνόταν πιασμένο απο τη φουστάνα της μάνας του στις αρχές του καλοκαιριού. Το αγόρι ήταν ντυμένο με παλιά μεν και φθαρμένο, τριτοφορεμένα ρούχα αλλά καθαρό και επιμελημένο, κράταγε μια τυρόπιτα και έδειχνε να την απολαμβάνει με κάθε δαγκωνιά. Όταν το αγόρι πλησίασε ρώτησε δυνατά πώς σε λένε, το αγόρι συγκρατημένα χαρούμενο είπε με μια λέξη με καλά Ελληνικά, Χρήστο, το αγόρι συνέχισε, τι τάξη πας ρώτησε, ο Χρήστος απάντησε δευτέρα με μιαν μεγαλύτερη άνεση αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει την απάντησή του ενα δυνατό χτύπημα στα χέρια του ήρθε ξαφνικό και απότομο απο τα χέρια του αγοριού που έκανε τη τυρόπιτα να πέσει στο χώμα. Ο Χρήστος γεμάτος απορία κοίταξε τη πεσμένη τυρόπιτα και μετά το αγόρι και το ρώτησε, γιατί το έκανες αυτό. Το αγόρι του απάντησε, γιατί είσα Αλβανός γύρισε τη πλάτη του γελώντας και έφυγε πηγαίνοντας προς τον αρχηγό που κοιτούσε με χαρά το κατόρθωμα του αγοριού. Έγινε ο αγιασμός και ο παπάς ευλόγησε τους μικρούς μαθητές, οι οποίοι σκόρπισαν και πάλι στο προαύλιο περιμένοντας να τους φωνάξουν να μπουν στις τάξεις να γνωρίσουν το δάσκαλο της χρονιάς και να πάρουν βιβλία. Το αγόρι μέσα στο χαμό ξεχώρισε και πάλι το Χρήστο να τρώει μια νέα τυρόπιτα. Ήταν καθισμένος σε μια γωνιά και απορροφημένος απο τη γεύση απο το φύλλο και το τυρί. Πρέπει να είχε προλάβει να δαγκώσει δυο ή τρεις φορές όταν ύπουλα και απο το πλάι το αγόρι τον πλησίασε και του έριξε για δεύτερη φορά και πάλι τη τυρόπιτα στο χώμα. Ο Χρήστος έμεινε ξανά με την απορία και σηκώθηκε κατευθυνόμενος προς τους δασκάλους που ήταν μαζεμένοι σε ενα σημείο στο προαύλιο, κοίτα τη κότα σκέφτηκε το αγόρι, ο ρουφιάνος πάει να τα πει όλα. Ο Χρήστος όμως πλησίασε τους δασκάλους έκατσε κάπου κοντά τους ώστε να είναι οπτικό τους πεδίο χωρίς να τους πει κάτι και χωρίς να έχει τυρόπιτα στα χέρια ξανά. Το αγόρι έβαλε το χέρι στην παλιά χακί υφασμάτινη τσάντα και έπιασε τη πετσέτα που η μάνα του, του είχε τυλίξει το ψωμοτύτι που του έβαζε για κολατσιό. Του έλεγε συνεχώς πως οι τυρόπιτες και οι λουκανικόπιτες που έχουν στο σχολείο δεν κάνουν καλό στην υγεία, το αγόρι όμως ήξερε πως αιτία ήταν οι 100 δραχμές που δεν περίσσευαν απο το σπιτικό για τυρόπιτα μιας και ο πατέρας του ήταν ενας φτωχός αγρότης. Είχε ακούσει βέβαια πως για την οικονομική τους δυσπραγία αιτία ήταν και τα μυαλά του πατέρα του και αυτά έφταιγαν που εκείνος ήταν κκες και δεν άκουγε το μπάρμπα του που θα μπορούσε με τις γνωριμίες που έχει να τον βολέψει στη ΔΕΗ και να τη περνάνε ζωή και κότα. Και δε καταλάβαινε το αγόρι τι διάολο είχαν τα μυαλά του πατέρα του που προτιμούσε να σκάβει όλη μέρα στα χωράφια χωρίς αποτέλεσμα παρά να πάει στη ΔΕΗ και να έχει το αγόρι ενα καινούριο ζευγάρι παπούτσια Ζita ή Strike. Η χρονιά συνεχίστηκε με ίδια σκηνικά, τυρόπιτα στο Χρήστο δεν χρειάστηκε να ξαναπετάξει το χώμα το αγόρι αλλά η συμμορία επιφύλασσε συχνά πυκνά ύπουλα χτυπήματα και πεσίματα στο Χρήστο, πάντα σε σημεία που δε θα μπορούσαν να τους εντοπίσουν οι δάσκαλοι ή έξω απο το σχολείο μακρυά απο τα βλέμματα των μεγάλων. Και όμως ο Χρηστός ποτέ του δεν έκλαψε μπροστά τους και δεν ζήτησε το έλεός τους, έφευγε με χτυπήματα και γρατσουνιές, πολλές φορές και με αίματα στα γόνατα και τη μύτη αλλά ποτέ του δεν έτρεξε να το πει σε κάποιον δάσκαλο και το αγόρι τώρα που το σκέφτεται πιστεύει πως ο Χρήστος ακόμα και στη μάνα του δεν είπε οτι κάποιοι τον κακοποιούν αλλά θα έλεγε οτι έπεσε και χτύπησε μόνος του. Απο την αρχή της χρονιάς ο Χρήστος ξεχώρισε στην τάξη και ήταν ο καλύτερος μαθητής ή ένας απο τους πρώτους, κάτι το οποίο συνεχίστηκε καθώς οι χρονιές στο δημοτικό διαδέχονταν η μια την άλλη. Έφτασαν στο γυμνάσιο, το αγόρι είχε κάνει άλλες παρέες πλέον. Το αγόρι είχε αλλάξει εντελώς άποψη για τους Αλβανούς καθώς επίσης και για το τρόπο που οφείλει καθένας να φέρεται απέναντι στον άλλο. Τα καλοκαίρια συνέχιζε να πηγαίνει σαν βοηθός στα χωράφια με το πατέρα του ενώ συχνά πυκνά επιπλέον βοήθεια έδιναν οι Αλβανοί εργάτες γης που ήταν φιλότιμοι και εργατικοί σε σχέση με τους ντόπιους που θεωρούσαν απαξιωτικό να πάνε να δουλέψουν στα χωράφια και ας ήταν το μεροκάματο διπλάσιο απο όσα θα έπαιρναν ακόμα και στην οικοδομή. Ο πατέρας του αγοριού θεωρούσε ντροπή να δίνει μεροκάματο όπως κάποιοι άλλοι οπότε τους έδινε χρήματα σύμφωνα με το ωράριο επιπλέον χρήματα για τις παραπάνω ώρες που δούλευαν ενώ τους έδινε και λεφτά που θα έπρεπε να πληρώσει αν τους ασφάλιζε. Επειδή όμως οι άνθρωποι δεν είχαν χαρτιά εκτιμούσαν τα παραπάνω χρήματα και επιπλέον η μάνα του αγοριού φρόντιζε καθημερινά να τους παρέχει ενα γεύμα. Ολοι μαζί καθόντουσαν στο χωράφι και έτρωγαν απο το ίδιο πιάτο, ότι υπήρχε διαθέσιμο κάθε φορά, απο ενα καρβέλι ψωμί κομμένο σε μεγάλα κομμάτια με το χέρι παρέα με ντομάτα στα τέσσερα χωριάτικο τυρί και ελιές είτε με μακαρόνια κοκκινιστά με κοτόπουλο, ότι υπήρχε για τη μάνα και το πατέρα κάθε μέρα το ίδιο θα έτρωγαν και οι εργάτες καθώς και το αγόρι. Περάσαν και άλλα χρόνια, το αγόρι έβγαλε το γυμνάσιο και το Λύκειο και πέρασε στη σχολή που ήθελε στη πρωτεύουσα, το Χρήστο τον έβλεπε πλέον σπάνια καμιά φορά τα καλοκαίρια σε καμιά καφετέρια ή στη θάλασσα και απο μακρυά, δεν έκαναν ποτέ παρέα και δεν είχαν και κοινούς φίλους. Το αγόρι πλέον είχε σχηματίσει μιαν άλλη συνείδηση που με τα χρόνια βρήκε να τη χαρακτηρίζει με εναν ορισμό μοναδικό και απόλυτα συγκεκριμένο. Ταξική, έτσι την έλεγε τη συνείδησή του, ταξική συνείδηση και με κείνη πορεύεται απο τότε που τη σχημάτισε και την ολοκλήρωσε μέχρι και σήμερα και πιστεύει πως εκείνη είναι που θα εξυψώσει τον άνθρωπο στο μπόι των ονείρων του στο μπόι των ανθρώπων. Τούτο το τελευταίο το είχε ακούσει απο ενα γαρύφαλλο κόκκινο και χαμογελαστό. Και το έχει παντα στο νου του και το γαρύφαλλο και το χαμόγελο μα πάνω απ'ολα το νόημα. Και στέκει το αγόρι απο τότε απέναντι σε κάθε αδικία, στο πλάι των διαφορετικών, εκείνων που η κοινωνία αυτή η ανθρωποφάγα θέλει να εξοβελίσει. Το αγόρι μεγάλωσε και άλλο, τέλειωσε τη σχολή του έκανε δουλειές διάφορες. Μέσα σε όλα, τα μαθήματα που έκανε τα καλοκαίρια με το Μήτσο, δεν πήγαν χαμένα μιας και δεν έγραφε μόνο καλές εκθέσεις αλλά και κείμενα για εφημερίδες και περιοδικά, που πολλές φορές όσα δε του άρεσαν πολύ, τα έστελνε στις εφημερίδες ανώνυμα και κάποιες φορές τα είδε να δημοσιεύονται με το όνομα κάποιου άλλου που το αγόρι δεν γνώριζε καν. Το αγόρι μεγάλωσε και άλλο, έκανε οικογένεια και με την συζυγό του παλεύουν με κοινό δρόμο, και με άξονα τον άνθρωπο και μια κοινωνία καλύτερη για το δικό τους αλλά και τα παιδιά όλου του κόσμου. Η οικονομική κρίση τους ανάγκασε να επιστρέψουν στην πρωτεύουσα αναζητώντας δουλειά μιας και η επαρχία που είχαν επιστρέψει δεν είχε να δώσει δουλειά. Παλινωδίες δυσκολίες και αναποδιές η μια μετά την άλλη. Οι τράπεζες να απαιτούν τις δόσεις για το στεγαστικό δάνειο και τα δικηγορικά γραφεία να βρίσκουν σε σύντομο χρόνο τη νέα διεύθυνση κατοικίας και τον νέο αριθμό τηλεφώνου του αγοριού. Εκείνος να παλέυει με θηρία και να κάνει όσες δουλειές χωράνε σε ενα 24ωρο καθημερινά μπας και μπορέσει να σώσει οτι σώνεται. Βρίσκει και δουλειά σε ενα απο τα δεκάδες τηλεφωνικά κέντρα της πόλης. Δεκάδες γραφεία με υπολογιστές ο ένας δίπλα στον άλλο με καρέκλες γραφείου η μια δίπλα στην άλλη με δεκάδες ανθρώπους καθισμένους σε αυτές ο ένας πλάι στον άλλο με ακουστικά στα αυτιά τους και ενα μικρόφωνο ενωμένο με αυτά, να απαντούν στις απορίες στις βρισιές και την αγανάκτηση αλλά και στο πρόβλημα του κάθε πελάτη που επικοινωνεί, πάντα με χαμόγελο και ευγένεια γιατί ως γνωστό ο πελάτης έχει πάντα δίκιο. Το αγόρι φτάνει αυτή τη μέρα αργοπορημένο να πιάσει βάρδια, και μπαίνοντας στην αίθουσα βλέπει μια ομάδα περίπου 20 ατόμων πάνω απο τους ήδη καθισμένους συναδέλφους του. Μάλιστα,σκέφτεται, νέα φουρνιά συναδέλφων, τους φέρνουν για εκπαίδευση όπως είχε και το αγόρι κάνει πριν αναλάβει υπηρεσία. Ανάμεσα στο τσούρμο ξεχωρίζει μια φιγούρα, κοιτάζει καλύτερα,δε μπορεί, και όμως, είναι ο Χρήστος, ζυγώνει κοντά τον χαιρετάει με χαμόγελο, ο Χρήστος επιφυλακτικός αποκρίνεται, δεν μπορούν να πουν πολλά, η εταιρία το ξεκαθαρίζει οτι δεν επικροτεί τα πολλά πολλά ανάμεσα στους υπαλλήλους γιατί αυτά οδηγούν σε παράξενες και πολλές φορές επικίνδυνες συμπεριφορές που δεν έχουν καλό αποτέλεσμα και αναγκάζουν την εταιρία να παίρνει σκληρά μέτρα. Στο τέλος της βάρδιας το αγόρι ρωτάει για τους εκπαιδευόμενους, αλλά έχουν ήδη αποχωρήσει, πότε θα έρθουν πάλι ρωτάει, όλη την εβδομάδα την ίδια ώρα. Ωραία σκέφτεται γιατί και εκείνος εκείνη την ώρα έχει βάρδια, μπορεί να εκπαιδεύσει και το Χρήστο ο ίδιος ώστε να του πει και κάνα δυο τρια μυστικά που με την 12μηνη εμπειρία του έχει αποκτήσει. Φεύγει χαμογελαστός και σκέφτεται την επόμενη μέρα. Και όντως την επόμενη μέρα φεύγει νωρίτερα για τη δουλειά, περνάει απο τη Σόλωνος και απο το παλιό τυροπιτάδικο στη γωνία αγοράζει 2 μεγάλα κομμάτια χειροποίητη τυρόπιτα ταψιού, και τα παίρνει μαζί του. Φτάνει στην εταιρία και ψάχνει τους εκπαιδευόμενους, τους βρίσκει και ψάχνει το Χρήστο, δε τον βλέπει πάει πιο κοντά και ρωτάει δεν τον γνωρίζει κανείς ίσα που θυμάται μια κοπέλα το όνομα και λέει οτι δε τον είδαν πιθανόν να μην έρθει. Τις επόμενες μέρες αγόραζε τυρόπιτες και τις πήγαινε στη δουλειά με την ελπίδα. Πέντε μέρες έγινε αυτό, ο Χρήστος δεν ξαναήρθε στην εταιρία οι τυρόπιτες όλες τις φορές πετάχτηκαν στο καλάθι. Θεώρησε για κάποιο λόγο ντροπή να φάει την μία ή να τις γυρίσει στο σπίτι και να τις φάνε εκεί η σύζυγος ή το παιδί του θεώρησε σα να τις είχε κλέψει απο κάποιον, σαν να τις πέταξε κάτω στο χώμα απο τα χέρια του Χρήστου. Περάσαν και άλλα χρόνια και το αγόρι άλλαξε πολλές δουλειές ορκίστηκε να μην ξαναδουλέψει σε τηλεφωνικό κέντρο και ας χρειάστηκε να κουβαλάει μπουκάλες με υγραέριο για να έχει η φαμίλια τα απαραίτητα. Πλέον εργάζεται με σύμβαση σε μια δουλειά στο δημόσιο τομέα ξεκούραστη που δε τον πληρώνει ικανοποιητικά αλλά καθώς τα χρόνια περνούν το κορμί κουράζεται και οι δουλειές όλα αυτά τα χρόνια δεν αφήνουν αλώβητο το κορμί και κυρίως τη μέση. Η οικογένεια σαν έδρα έχει τη πρωτεύουσα αλλά το αγόρι μοιράζει τις μέρες του ανάμεσα στη πρωτεύουσα και στη πόλη της δουλειάς του κάνοντας διπλοβάρδιες μιας και η μετάθεση δεν είναι στα πλαίσια του εφικτού. Το αγόρι σαν το πατέρα του δε θέλει να ρίξει τα μούτρα του και να πλησιάσει το μπάρμπα του που έχει τη δυνατότητα να κάνει τη μετάθεση πραγματικότητα, γιατί απλά κάτι τέτοιο θα ήταν υποτιμητικό για τα όσα πιστεύσει και πρεσβεύει. Το αγόρι ελπίζει η κόρη του να τον συγχωρήσει για αυτές του τις αποφάσεις και μεγαλώνοντας να κάνει και εκείνη το ίδιο, να μην ρίξει την αξιοπρέπειά της για τη βολή της και την ευκολία της. Απ'οτι μπορεί να θυμάται το αγόρι ο πατέρας του έζησε με αξιοπρέπεια και ας ήταν πάντα ιδρωμένος και λερός απο τα χωράφια και τις δυσκολίες. Ρωτώντας εναν κοινό γνωστό χρόνια μετά την τελευταία τους συνάντηση, το αγόρι έμαθε πως ο Χρήστος δουλεύει σαν προγραμματιστής σε μια μεγάλη εταιρία και χάρηκε πραγματικά. Ο αρχηγός της συμμορίας, ο μεγάλος της παρέας, την ώρα τούτη που εσύ το διαβάζεις τούτο, πιστεύω πως κάθεται στο καφενείο και πίνει τσίπουρα, κάθεται στην ίδια καρέκλα που καθόταν ο πατέρας του και λέει περίπου τα ίδια με εκείνον, η διαφορά είναι οτι ο πατέρας του έπινε κρασί. Ο πατέρας του πέθανε απο το σκώτι του, έσκασε λέει απο το πολύ κρασί, ενώ ο γιός που πίνει τσίπουρο μάλλον θα έχει παρόμοια κατάληξη. Κάθεται στο καφενείο και ζει απο το ενοίκιο που παίρνει απο το ταξί. Το ταξί ήταν κληρονομιά απο το πατέρα του που αυτός το είχε πάρει απο τη χούντα σαν αποζημίωση για τη πίστη και τις υπηρεσίες τουενώ ο γιος συχνά λέει πως μας χρειάζεται μια χούντα, μάλλον δε τον φτάνει το ενοίκιο απο το ένα ταξί και πιστεύει πως με μια χούντα θα έχει διπλό ενοίκιο. Ο πατέρας του αγοριού πέθανε όρθιος στο χωράφι λίγο καιρό πριν προλάβει να κλείσει τα 60 του χρόνια. Περήφανος για την καταγωγή του μέχρι τέλος δεν έπαψε να αγωνίζεται για τα ίσα δικαιώματα των ανθρώπων απέναντι στην όποια τους διαφορετικότητα. Τη μέρα της κηδείας του τον πλησίασε ο Μήτσος που πλέον ήταν υπέργηρος και καταβεβλημένος απο τα προβλήματα υγείας. Κοίτα αυτόν που είναι μες το φέρετρο είπε στο αγόρι, κοίτα τον καλά και μην τον ξεχάσεις, αυτός που βλέπεις είναι ο μεγαλύτερος προλετάριος που γνώρισα ποτέ του είπε, αυτός, ο μεγαλύτερος προλετάριος ήταν ο πατέρας σου είπε στο αγόρι και σώπασε. Ο Μήτσος πέθανε λίγα χρόνια αργότερα και το αγόρι δεν μπόρεσε να τον αποχαιρετίσει όπως του άξιζε παρά σε μια παραλία έκατσε και σκέφτηκε όσα πήρε απο εκείνον το μεγάλο γέροντα, που του δίδαξε με απλά λόγια τον Μαρξ και την Λενινιστική θεώρηση των πραγμάτων. Το αγόρι σήμερα ξύπνησε αργά κοντά στο μεσημέρι, η βάρδια εχθές ήταν βραδινή και δύσκολη, περιστατικά, μετά υπερένταση και διάβασμα να πλησιάσει ο Μορφέας και ήδη είχε ξημερώσει όταν τον πήρε ο ύπνος. Στο ξύπνημα έπεσε σε ενα υπέροχο κείμενο για μια αγαπημένη του τραγουδίστρια μοναδική, γραμμένο απο ενα κορίτσι μικρότερό του και με χαρά έβαλε να ακούει τη μουσική της και να μαγειρεύει. Να φτιάξεις ρεβίθια με μελιτζάνες του είπε η γλυκιά του σύντροφος, μοναστηριακή συνταγή που του αρέσει πολύ. Τα ρεβύθια τα είχε απο χθες στο νερό, τα ετοίμασε όλα και τα άφησε να σιγοβράζουν ενώ ζύμωσε και έψησε και ψωμί χωριάτικο. Μετά απο ώρες το αγόρι πήρε ενα μολύβι και ενα λερό χαρτί και γέννησε αυτό το κείμενο με την ελπίδα ο Χρήστος ή κάποιος Χρήστος, να το διαβάσει και ας μην γνωρίζονται πια. Ποτέ δεν ξέρεις πως η τύχη τα φέρνει. Και ας μην πιστεύω στην τύχη. ΥΓ. Οποιαδήποτε ομοιότητα με ονόματα και χαρακτήρες πιθανόν να είναι απολύτως αληθινή μπορεί όμως να είναι και η πρωτόλεια αντίληψη ενός μικρού αγοριού για το τρόπο που αντιμετώπισε τα πράγματα μέσα σε ενα ολότελα διαφορετικό κοινωνικό σύνολο ανίκανο να υπερασπίσει αδύναμους ανθρώπους, και παρά τις αντιξοότητες μάλλον έβγαλε ενα συμπέρασμα για τη σωστή στάση στον άνθρωπο και την ορθή αντίληψη απέναντι στην αδικία. Το αγόρι συνεχίζει να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις των καιρών και να στέκεται απέναντι σε κάθε αδικία όπου και αν τη συναντάει. Το αγόρι ελπίζει ο Χρήστος να είναι γερός και να στέκεται και εκείνος με τη σωστή μεριά της κοινωνίας απέναντι σε κάθε τι που ρίχνει κάτω τη τυρόπιτα απο τα χεριά ενός μικρού παιδιού απο όποιο μέρος το κόσμου και αν κατάγεται. Το αγόρι θέλει να ζητήσει μια μεγάλη συγνώμη και να πει στο Χρήστο πως μεγαλώνει τη κόρη του με τέτοιο τρόπο που αν έβλεπε το πατέρα της στην μικρή ηλικία να ρίχνει τη τυρόπιτα του Χρήστου στο χώμα δε θα χρειαζόταν να κάνει πολλά παρά μόνο τούτο, να τον φτύσει στα μούτρα, να του πει ενα μεγαλοπρεπές φτου σου και να του γυρίσει τη πλάτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: