Google Audio Widget

24 Ιαν 2011

Ο Λιόντας!!!

Δε ξέρω καν αν τούτα εδώ τα κάτωθι γραφόμενα που για καιρό ταλανίζουν τη σκέψη μου είναι όλα εκείνα που έζησα στους αιώνες που πέρασαν δε ξέρω καν αν η αρρωστημένη μου πλάνη τα φτιάχνει ή αν η πραγματικότητα, αυτή η μοναδική του καθενός είναι εκείνη που τα κουβαλάει όλα στο τσουβάλι της ζωής της...


Πρέπει να ήταν κάπου μετά την άλωση της Πόλης εποχή δε θυμάμαι οι Σταυροφόροι ήδη είχαν βγει στο δρόμο για να ξαναπάρουν τα τείχη και εγώ καβάλα στο ασθενικό μου γάδαρο τράβαγα για τον πολιτισμό της Δύσης, χάθηκα κάπου έξω απο το Μαρμαρά, ο γάδαρος ξέμεινε απο μπουζί και δεν υπήρχε πουθενά κοντά Ιατρικό κέντρο για κείνονε, το κόβω αναγκαστικά με τα πόδια και με την ελπίδα κάπου στο βάθος να ακούσω κάποιον που να έχει χώρο για ένανε ταλαίπωρο σα του λόγου μου...

Είχα περπατήσει για δυο μερόνυχτα και το τελευταίο μου φαγητό το είχα καταναλώσει νερό υπήρχε ευτυχώς αλλά πείναγα ο κερατάς, είχα καλομάθει βλέπεις και ήταν δύσκολο για τα περιφερειακά μου να ανταποκριθούν χωρίς τροφή, είχα αρχίσει να ζαλίζομαι και να βλέπω οπτασίες απο ιπτάμενες γαλοπούλες και ζουμερά ελάφια όταν μέσα σε τούτη μου τη ζάλη άκουσα τους mamas and the papas στο βάθος να λένε τα δικά τους


All the leaves are brown
And the sky is gray
I've been for a walk
On a winter's day

I'd be safe and warm
If I was in L.A.
California dreamin'
On such a winter's day

Stopped into a church
I passed along the way
Oh, I got down on my knees
And I pretend to pray



σκόνη απο το στεγνό χώμα του δρόμου είχε σηκωθεί και δε μπορούσα να δω ενας κακός χαμός και οι τραγουδιάρηδες εκεί να λένε τα δικά τους


You know the preacher likes the cold
He knows I'm gonna stay
California dreamin'
On such a winter's day

All the leaves are brown
And the sky is gray
I've been for a walk
On a winter's day

If I didnt tell her
I could leave today
California dreamin'
On such a winter's day

Μακάρι να με δουν και να σταματήσουν γιατί για μεθυσμένοι ή βλαμμένοι μου ακούονται, στο βάθος μια μορφή ξεπροβάλει και με προσεγγίζει ταχύτατα σηκώνω τα χέρια μου ψηλά και τα κουνάω, η μορφή έχει φανάρια και σε κάθε κούνημα των χεριών μου ανάβει τα καντήλια του και με χαιρετάει, πάλι καλά με είδανε για να δούμε...

Σταματάει δίπλα μου και είναι απο το μακρινό μου μέλλον, είναι ενα suzuki samurai cabrio και έτσι ο οδηγός ένας παράξενος μουσάτος τύπος με κάτι μάτια που γυαλίζουν και το τσιγάρο του στο χέρι να είναι έτοιμο να του κάψει τα δάχτυλα...

- Έλα μέσα μου λέει και με κοιτάει ξύνοντας τα αχαμνά του.
Δε το σκέφτομαι και χυμάω μέσα.
- Είμαι ο Ψεύτης του λέω.
- Και εγώ ο Λιόντας απαντάει...

Δε μπορεί μπαίνω σε πολλές σκέψεις απευθείας, το Λιόντα τονε τάρησε ο θείος μου ο Δικαστής δε μπορεί να είναι αυτός...

-Δε σε πιστεύω, δεν είσαι ο Λιόντας εσύ
-Καλά τότε για σένα θα είμαι ο Φώντας.
Το δέχομαι και του ζητάω τσιγάρο, ήδη έχω αλλάξει τα παλιακά μου ρούχα με κάτι νέα που μου προσέφερε ο Φώντας, με κερνάει τσιγάρο και με χάρη το ανάβω κλείνω τα μάτια μου και ένας κόσμος ξένος που με τρομάζει ανοίγεται ταξιδεύω για λίγο και ο Φώντας οδηγάει ασταμάτητα έχουμε πει για τους κόσμους μας για τις ζωές μας και τα στραβά και τα ανάποδά μας έχουμε γίνει καλοί φίλοι λες και γνωριζόμαστε απο καιρό.

Έχω χαθεί μεταξύ ύπνου και ξύπνιου και σε κάποια φάση ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω μπροστά μου ένανε άλλο κόσμο να έχει πάρει τη θέση του προηγούμενου, έχουμε μπει σε μια τεράστια ζούγκλα γεμάτη απο βλάστηση και πολύχρωμα πουλιά, ήχοι διαφορετικοί και ο Φώντας έχει βγάλει τους mamas and the papas και έχει βάλει Καζούλη, του αρέσει πολύ λέει αυτός ο Καζούλης είναι ιδιαίτερος άνθρωπος και θέλει να του πω και τη γνώμη μου συνάμα για κείνωνε, πλέον φοράω κάτι παράξενα γυαλιά για τον ήλιο μεγάλα και πορτοκαλένια και αποτι λέει ο Φώντας μου πάνε κιόλας και δε φέρνω αντίρρηση, λέει λοιπόν αυτός ο Καζούλης τα δικά του και εγώ τα ακούω

Σε τούτο το δρόμο χωρίς τελειωμό
βαριά ανασαίνω
μπορώ και σωπαίνω
μα μένω εδώ

Εσύ σε λιμάνι γυρνάς βορινό
κι ο ήλιος θα δύσει
καθώς το καράβι κοιτώ το στερνό
που εδώ θα μ' αφήσει


Στην αρχή είχα την εντύπωση οτι αυτός ο Καζούλης θα ήτανε πολύ χαρούμενος άνθρωπος και θα κάναμε καλή παρέα αλλά με έπιασε κατάθλιψη μεγάλη και ζήτησα άλλο ένα τσιγάρο απο το φίλο μου, έκλεισα και πάλι τα μάτια μου και χάθηκα καπνίζοντας στον ύπνο μου και τη μυθική μου πραγματικότητα.
Μετά απο κάποιες εβδομάδες μεταξύ ύπνου και ξύπνιου επανήλθα στην ψεύτική μου φάση κοίταξα έξω και μια απέραντη θάλασσα βρισκόταν μπροστά μου, είχα αλλάξει πλέον και πάλι ρούχα φορούσα ένα βαρύ δερμάτινο μπουφάν μακρύ μέχρι πιο κάτω απο το γόνατο και στεκόμουνα στην τελευταία άκρη του γκρεμού και απο κάτω η απέραντη και αιώνια θάλασσα. Δε κουνήθηκα έμεινα εκεί να κοιτάζω τη θάλασσα και να δέχομαι με βία στο πρόσωπό μου τη μανία απο τον αέρα που με χτύπαγε μαζί με το παγωμένο νερό της θάλασσας....


- Είσαι εκεί 4 μέρες και δε σαλεύεις ρε Ψεύτη, και όχι τίποτα άλλο σε συμπάθησα κιόλας και δε μου πάει να σε αφήσω εδώ χαμού στη μέση του τίποτα, άντε κάνε στροφή και πάμε...
- Γύρισα αργά προς το μέρος του και είδα στη θέση του Φώντα έναν μανιασμένο πάνθηρα να μου δείχνει με μίσος τα κοφτερά του δόντια, στο πρώτο ανοιγόκλεισμα των ματιών μου ο Φώντας επανήλθε και εγώ με αργά βήματα μπήκα στο καινούριο του όχημα, μια πανέμορφη και μοναδική όσο εκείνος maserati quatroporte που είχε τόσα πολλά άλογα όσα δεν είχα δει στα λιβάδια της Ανδαλουσίας τον 16ο αιώνα όταν ήμουν εκεί βοσκός...

Μετά απο μέρες φτάσαμε σε ενα χωριό όμορφο θαμμένο μέσα στη γούβα τριών βουνών, είχε υγρασία πολύ και απο την ομίχλη δεν έβλεπες στα 3 μέτρα, βάλαμε το όχημα στο κέντρο της πλατείας και μέχρι να κατέβουμε έτρεξαν γύρα μας τσούρμο τα παιδιά του χωριού και το χάζευαν, σημασία δε μας έδωσαν και τραβήξαμε για το καφενείο της πλατείας, ήπιαμε δε ξέρω πόσες πολλές σουμάδες μέχρις του σημείου που ο Φώντας με κέρασε σούπα, και συνήλθα αμέσως και ήθελα να πιω άλλο τόσο, φυσικά η ώρα είχε περάσει και πήγαμε να ξαπλώσουμε στο κοντινό ξενώνα..
Εκείνο το βράδυ όμως ο ύπνος δε με πήρε αμέσως και παιδεύτηκα αρκετά κοιτώντας το σκοτεινό ταβάνι και χαζεύοντας απο το παράθυρο τα σχήματα που παίρνανε τα σύννεφα του ουρανού, μέτραγα τους χτύπους της καρδιας μου την οποία ένοιωθα πως βαράει πιο δυνατά απο κομπρεσέρ και ακανόνιστα όσο ποτέ πίστευα ότι θα βγει μέσα απο το λαρύγγι μου, με έπιασε πανικός άρχιζα να φωνάζω και μετά με θυμάμαι το επόμενο πρωί ή τον επόμενο αιώνα παρέα με το Φώντα στο καφενείο να πίνω καφέ ελληνικό παρέα με τους γέροντες και τους άεργους του χωριού...
Με κοιτάγανε παράξενα άλλοι με απέχθεια άλλοι με συμπάθεια, και κάθε φορά που σηκωνόμουνα να παω για κατούρημα ή κάθε φορά που έφευγα οι ψίθυροι ακουγόντουσαν όπως ακριβώς ακούγεται το μελίσσι όταν ο μελισσοκόμος κοπανήσει το καπάκι για να ακούσει το βόμβο τους, δε με ένοιαζε απλά μου φαινόταν περίεργο...

Μια απο αυτές τις μέρες που σας περιγράφω ήμουν και πάλι στο καφενείο και κοιτούσα έξω τη βροχή που γέμιζε τη μεγάλη γούρνα στο κέντρο τυης πλατείας και απο εκεί υδροφορούσε τα δύο υπεραιωνιόβια πλατάνια της, ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Φώντας, ήταν άσπρος σα το πανί παρήγγειλε ενα τσίπουρο και κάθισε πλάι μου.
- Φεύγουμε μας έχουν πάρει γραμμή
- και τι θα κάνουμε?
-Έχω ενα μυστικό πέρασμα.
Πίνει το τσίπουρο και φεύγουμε.
Οδηγάει παλι για μισό αιώνα, φτάνουμε στη μέση του τίποτα και πάλι και εκεί υπάρχει ενα μικρό ασανσερ που αμφιβάλλω αν μας χωράει και τους δύο μας.
Ανοίγει βιαστικά τη πόρτα και βγάζει απο τη τσέπη του ενα μικρό walkman πατάει το play και ο Μάνος είναι εκεί













Κλείνει βιαστικά τη πόρτα και απο τη τσέπη του βγάζει ενα λεμόνι κίτρινο όσο και οι φάτσες μας που βλέπω απο τον καθρέπτη του ασανσέρ, μαζί και άλλα σύνεργα...

Πατάει το κουμπί που λέει υπόγεια άβυσσος και αρχίζουμε να κατεβαίνουμε βυθιζόμαστε στην άβυσσο και μένουμε εκεί.....


Πέρασαν πάλι κάμποσοι αιώνες και τελικά άνοιξα τα μάτια μου, δεν ήμουν πλέον σε ασανσέρ αλλά σε ένα ετοιμόρροπο κτίσμα κάπου στο κόσμο, ο Φώντας εκεί δίπλα μου άσπρος πλέον βυθισμένος ακόμα στην άβυσσο, τον σκουντάω αλλά δεν απαντάει πανικοβάλλομαι και τον κλοτ΄σαω, δεν αντιδράει, δε ξέρω αν πρέπει αλλά παίρνω το πορτοφόλι του και βγαίνω απο το σπασμένο παράθυρο, ακούω θόρυβο απο αυτοκίνητα κόρνες και κίνηση, δε κοιτάζω πίσω βλέπω μπροστά μου ενα μαγαζάκι, φρέσκες τυρόπιτες λέει η ταμπέλα παίρνω μια και μαζί ενα γάλα σοκολατένιο, ρωτάω που είμαι.

- Άνω Λιόσια μου λέει η κοπελίτσα και με κοιτάει
- Σε ευχαριστώ, πετάω το σακουλάκι της τυρόπιτας και παλεύω να πιω το γάλα που μου βρωμάει, παίρνω ταξί.
- Πήγαινέ με στο τρένο.
Φτάνω βγάζω εισιτήριο και εχω μπροστά μου 2 ώρες μέχρι να φύγει.
Σκέφτομαι τον έρημο το Φώντα, αλλά σύντομα οταν το τρένο ξεκινάει τον ξεχνάω και τον αφήνω στο χρονοντούλαπο και αυτό μαζί με τους αιώνες που ναυάγησαν μαζί του...


Πέρασαν πολλά πολλά χρόνια και άλλοι τόσοι αιώνες μεχρι τη χθεσινή Κυριακή, μια σύντομη βόλτα με καλούς φίλους στη πρωτεύουσα του χωριού μου έφεραν στη θύμηση το δόλιο το Φώντα, με προσπέρασε με το maserati του στην Εθνική και όταν κοιτώντας τα τρελαμένα νερά του Ευρίπου κοίταξα προς το ντόκο τον γνωστό κάτω απο το δασάκι ήταν εκεί και γέλαγε ο πούστης με ένα χαμόγελο που δίκασε το δικαστή του.....



Για σένανε Λιόντα.....

Δεν υπάρχουν σχόλια: