Google Audio Widget

24 Οκτ 2022

Της μνήμης και της λήθης ...

Πότε ξεκίνησες να γράφεις ? Θυμάσαι τη πρώτη φορά που χωρίς να ξέρεις γιατί, έπιασες ένα μολύβι χωρίς ακονισμένη μύτη και ένα κομμάτι λερό χαρτί για να το γράψεις. Να αποτυπώσεις τις σκέψεις που σαν αστραπή σκάγαν στο κεφάλι σου. Να τα έχεις για να θυμάσαι ακριβώς τη στιγμή αυτή στο μέλλον, χωρίς να σε νοιάζει αν οι άλλοι θα μπορέσουν να μυρίσουν την βροχή που είχε πέσει λίγη ώρα πριν και είχε ποτίσει το στεγνό χώμα. Και το χαρτί αυτό κρύφτηκε σε ενα τυχαίο αδιάβαστο βιβλίο και παρέμεινε κρυμμένο για χρόνια σαν να περίμενε τη στιγμή της ανακάλυψής του. Και χρόνια μετά έξω μια σκηνή στο κάμπινγκ στις Kουκουναριές. Το βιβλίο το βαστάει η τότε σύντροφός σου το διαβάζει με μανία, τις προηγούμενες μέρες είχαν συλλάβει τη 17Ν και εσύ είσαι με τα μούτρα χωμένος στην εφημερίδα, ξαφνικά σου λέει, ‘’επ τι είναι αυτό ? Ραβασάκι ?‘’ και το λερό χαρτί κιτρινισμένο ξεπροβάλει από τις μεσαίες σελίδες του ξεχασμένου, ακόμα αδιάβαστου, βιβλίου. Το πιάνεις σα να βρήκε θησαυρό και το διαβάζεις με μια ανάσα. Το χαρτί εκτός από λερό είναι και κιτρινισμένο απο το χρόνο και έχει τη χαρακτηριστική μυρουδιά του παλιού χαρτιού, και όμως είναι Ιούλιος του 2002 δεν έχει βρέξει για καιρό και ο ήλιος στη Σκιάθο είναι ψηλά στον ουρανό, και όμως καθώς το διαβάζεις το άρωμα του νωπού χώματος είναι εκεί, σου μυρίζει ξαφνικά το βρεμένο χορτάρι και το θυμάρι το ανθισμένο που βράχηκε. Μέσα στις μυρουδιές είναι και το γλυκό που χρόνια πριν η μάνα σου ετοίμαζε στη κουζίνα στο χωριό, βανίλια και ζάχαρη που λιώνουν και ανακατεύονται σε ενα υγρό καραμελένιο σύνολο. Γυρνάς στο πλάι το βλέμμα σου, και είναι σα να βλέπεις τη σημαία του Τσε που είχες κρεμασμένη στο δωμάτιό σου κείνη τη μέρα, και απο κάτω μια μεγάλη αφίσα του Χέντριξ πεσμένου στα γόνατα έχοντας βάλει φωτιά στη κιθάρα του. Στα χέρια σου δε βαστάς το χαρτί αλλά ενα άξυστο μολύβι και έχεις ενα λερό χαρτί κενό που θέλει να του βάλεις πάνω τα γράμματα με τη σωστή σειρά που να φτιάξεις λέξεις που και εκείνες να τις βάλεις στη σωστή σειρά για να φτιάξεις προτάσεις που να βγάζουν ενα νόημα. Και κάπου το είχα διαβάσει ότι τα βιβλία είναι ενα σύνολο απο 24 ,25 γράμματα που μπήκαν στη σωστή σειρά, με τα κενά τους τις παραγράφους τους και τα κεφάλαιά τους. Τη θυμάμαι τη μέρα αυτή γιατί ανακάλυψα πως είναι να διαβάζεις κάτι που έγραψες χρόνια πριν και να νοιώθεις όσα είχες νοιώσει τότε, που διαπιστώνεις πως και οι αισθήσεις έχουν μνήμη, που μπορείς μες το κατακαλόκαιρο να μυρίσεις τη βροχή και το βρεμένο χώμα, να μυρίσεις τη παλιά κουζίνα στο πατρικό σου και ας έχεις ήδη φύγει για 3, 13, ή και 43 χρόνια απο εκεί. Που σήμερα 20 χρόνια μετά θυμήθηκα τη μέρα κείνη. Σήμερα στην αυλή ήμουν, στην Αθήνα, με ενα ποτήρι καφέ στο χέρι, ακουμπούσα στο κάγκελο της αυλής και κοίταζα το δρόμο χωρίς να βλέπω, με το νου μου να τρέχει στο κενό, και κείνη την ώρα μια νεαρή κοπέλα κάπου στα 17 περνούσε, φορούσε ενα τόσο δυνατό άρωμα, μου φάνηκε γνωστό, χωρίς να το σκεφτώ μπήκα μες το σπίτι και αυτόματα οδηγήθηκα στη βιβλιοθήκη. Βρήκα το, ακόμα αδιάβαστο, βιβλίο, το άνοιξα να βρω το χαρτί, δεν το βρήκα, δε ξέρω αν χάθηκε ή αν κάπου είναι ακόμα και παλαιώνει μέχρι να το ανακαλύψει ο επόμενος αναγνώστης του. Και όμως είμαι σίγουρος το άρωμα της κοπέλας που περνούσε είναι το ίδιο που πλημμύριζε τότε τις μέρες και τις νύχτες μου, που συντρόφευε το γυμνό σώμα, της τότε, συντρόφου μου. Φαντάσου σκέφτηκα, πέρασαν 20 χρόνια απο τότε, η κόρη μου είναι στην ηλικία της κοπέλας που το άρωμά της μου θύμισε ενα καλοκαίρι παλιό και ξεχασμένο. Ο θείος της τότε συντρόφου μου ήταν ενας σημαντικότατος ζωγράφος που στο τέλος της ζωής του, δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τη συζυγό του και τα παιδιά του, κάθε φορά όμως που καθόταν μπροστά απο έναν πίνακά του τότε όλοι έβλεπαν το πρόσωπό του να γλυκαίνει και να αλλάζει. Πότε ξεκίνησες να γράφεις, Θυμάσαι τη πρώτη φορά που έπιασες το μολύβι να γράψεις κάτι που να είχε για σένα αξία? Όχι δεν την θυμάμαι καν αυτή τη φορά, αλλά ελπίζω, αν κάποια στιγμή όλα έχουν σβήσει απο το σκληρό μου δίσκο, να υπάρξει ενα χαρτί που θα με κάνει να χαμογελάσω και να θυμηθώ, τη μέρα που γνώρισα τη σημερινή, παντοτινή μου σύντροφο, τη μέρα που αντίκρυσα για πρώτη φορά τα μάτια της νεογέννητης Κατερίνας, τη μέρα που διαβάζοντας κάτι που είχα γράψει μου μύρισε το χώμα το νωπό, και το βρεμένο ανθισμένο θυμάρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: