Google Audio Widget

13 Μαΐ 2022

Ωδή σε 2 ρόδες!

Πολύ συχνά με τέτοιο τρόπο σαν τον πιο πάνω ξεκινούσε αναπολώντας τα καλά της νιότης και κατέληγε να έχει χάσει την ηρεμία του και να γεμίζει ενα ποτήρι με καλό κόκκινο κρασί και τα μάτια του να έχουν το χρώμα Pinot Noir με λίγο απο Chardonaie Θυμάται τις μέρες που ο παππούς του έλεγε ιστορίες για αντάρτες πάνω σε λευκά και κόκκινα άλογα. Την εποχή που με το ξάδερφό του μάθαιναν να κάνουν μακροβούτια στα νερά του Ευβοϊκού με θέα τα εργοστάσια της ΑΓΕΤ και της ΔΕΗ. Και περνούσαν τα καλοκαίρια και περίμενε να έρθει ο ξάδερφος του να κάνουν παρέα και να καλύψουν τις 3 εποχές που ήταν χώρια. Εμπειρίες καταστάσεις και προβλήματα σημαντικά αναλύονταν εν μέσω μπάλας σκοποβολής με τα αεροβόλα και σε βόλτες μακρυά απο το χωριό με τα ποδήλατα χωρίς να το ξέρουν οι γονείς και οι γιαγιάδες. Μια βόλτα σε διπλανό χωριό και το κυνηγητό απο τα δυο τεράστια λυκόσκυλα μιας και ο ιδιοκτήτης είχε αφήσει τη πόρτα ανοιχτή για να μη ζυγώνει κανείς τη περιουσία του. Μια παρολίγον σύλληψη για ληστεία μοτοσυκλέτας μιας και ήταν εύκολο να κλέβουν αυτή τη παλιά φλορέντα για να κατεβαίνουν τα ζεστά βράδια στη παραλία. Δεν υπολόγισαν ποτέ όμως πως οι μοτοσυκλέτες παλιές και νέες δουλεύουν με βενζίνη και στη μια απο τις πολλές φορές που η φλορέντα έκανε το μεταφορικό τους όχημα στο γυρισμό αποφάσισε να σβήσει στη μεγάλη ευθεία πριν απο το χωριό. Στην ευθεία που ακόμα και το καλοκαίρι η θερμοκρασία φλερτάριζε μονοψήφιο αριθμό ακόα και όταν στην υπόλοιπη περιοχή το θερμόμετρο του φαρμακείου έγραφε 30 βαθμούς. Η ώρα ήταν κοντά μια ώρα πριν ο ήλιος αρχίσει να ψήνει ξανά τα σπίτια και τους ανθρώπους, μια δυο τρεις προσπάθειες να ξαναπάρει μπρος, ‘’σπρώξε με ρε μαλάκα μήπως πάρει’’, άλλες δυο προσπάθειες, ‘’δες μήπως δεν έχει βενζίνη ρε’’... Σιωπή, αναλαμπή, ποτέ τους δε σκέφτηκαν μήπως και χρειαστεί κάποια στιγμή να βάλουν και το μαγικό χυμό που κάνει τις μηχανές να βρυχώνται... Δεν ήξερε καν πως να δει και τη τελευταία στιγμή δεν άναψαν τον αναπτήρα μέσα στο ντεπόζιτο για να το διαπιστώσουν. Ήταν περίπου 2 χιλιόμετρα ακόμα μέχρι το χωριό και τα τελευταία 500 μέτρα ανηφόρα. Ξεκίνησαν μια απελπισμένη προσπάθεια με αντίπαλο το ξημέρωμα και τον ακατανίκητο χρόνο που θα έβγαζε στο προσκήνιο τον φωτεινό Αυγουστιάτικο ήλιο. Δεν είχαν κάνει ούτε τα πρώτα 100 μέτρα όταν απο ψηλά στη ράχη ακούστηκε ενα αυτοκίνητο που ράθυμα κινούταν προς το μέρες τους. Έσπρωξαν με βια τη φλορέντα μέσα στη πεζούλα στο πλάι του δρόμου και το πλούσιο σκοίνιο την σκέπασε. Συνέχισαν να περπατάνε σα να μη συμβαίνει τίποτα. Το αυτοκίνητο ήταν το μοναδικό ταξί του χωριού, αργά αργά τους έφτασε και σταμάτησε δίπλα τους... -Που πάτε ρε μαλακισμένα τέτοια ώρα... -Γυρνάμε στο χωριό ήταν η κοφτή λαχανιασμένη και οριστική απάντηση. -Ελάτε να σας πάω να σας πω και για τη καπάτσα που στραμπούληξα πριν λίγο στο πίσω καθίσματα... -Προσέχτε μόνο που θα κάτσετε γιατί θα τα έχει βρέξει τα καθίσματα... -Μπα θα πάμε περπατώντας, του είπαν μα εκείνος επέμενε μιας και ήθελε απεγνωσμένα να φτιάξει μια ακόμα απο τις μεγάλες του φανταστικές ιστορίες για τις γυναικείες υπάρξεις που έβγαλαν τα ρούχα τους στο οχημά του, και προσκύνησαν την ανδρική του περηφάνεια. Τους πήρε περίπου 5 και κάτι λεπτά να τον ξεφορτωθούν και άλλο τόσο να γυρίσουν πίσω στη πεταμένη φλορέντα για να ξεκινήσουν και πάλι το σπρώξιμο. Πλεόν το όριο του απόλυτου σκότους και η ώρα εκείνη με την πιο σκοτεινή στιγμή έχει περάσει. Είναι η ώρα λοιπόν που τα φαντάσματα ξαναγυρίζουν στον αιώνιο ύπνο τους και η ώρα που οι νοικοκυραίοι και οι άνθρωποι του μόχθου και του αγώνα πίνουν καφέ ελληνικό ξυπόλητοι στις πέτρινες αυλές τους. Είναι η ώρα που ρουφώντας μια τζούρα καφέ και μια τζούρα απο το στριφτό του τσιγάρο και ο ίδιος πλέον αναπολεί τις διακοπές αυτές στη Σκιάθο με το πρώτο του μεγάλο έρωτα. Έχουν καλύψει τη μεγάλη απόσταση και οι ανάσες τους είναι κοφτές απότομες και τόσες που δεν τους επιτρέπουν να πουν κάτι περισσότερο απο ενα κουράγιο φτάνουμε και αυτό όχι για να δώσει ο ένας κουράγιο στον άλλο αλλά σαν αυθυποβολή, να ακούσουν τα αυτιά το στόμα, και τα ποδιά σε συνεργασία με τα χέρια να κάνουν υπομονή για λίγο ακόμα. Περνάνε τα πρώτα σπίτια και εκεί που ισιώνει ο δρόμος ο κατακόκκινος ήλιος έχει απλώσει τις πρώτες φλογερές του αχτίδες στον ορίζοντα. ‘’Γρήγορα ρε μαλάκα πάμε φτάσαμε’’. Περνώντας το επιβλητικό διώροφο ακούνε μια πόρτα να κλείνει βίαια και μια βροντερή πορδή ακαριαία σπάει την ησυχία και το κελάηδημα απο τα αηδόνια που άκουγαν σε όλη τη διαδρομή. Το γέλιο τους δίνει δύναμη να κάνουν τα τελευταία μέτρα μέχρι τη στροφή. Σε άλλα δυο λεπτά είχαν φτάσει έξω απο τη σιδερένια μάντρα με τη μεγάλη συρόμενη πόρτα. Γρήγορα γρήγορα άνοιξαν τη πόρτα έσπρωξαν μέσα τη σκονισμένη και ταλαιπωρημένη μοτοσυκλέτα και έφυγαν χωρίς να κοιτάξουν πίσω. Βγαίνουν και κλείνουν τη πόρτα και σκέφτονται να ακολουθήσουν το πάνω δρόμο και όχι το κεντρικό ώστε να αποφύγουν τα αδιάκριτα πλέον βλέμματα του χωριού που ξυπνάει και κάθεται σε αυλές να πάρει λίγη πρωινή δροσιά. Μέχρις να κάνουν όμως 10 βήματα ακούνε εκείνο τον τόσο γνώριμο αρρωστημένο βήχα που ακούγοντάς τον ήταν σαν να τον άκουγε να λέει ενα πακέτο Παλλάς, να ανοίγει σαν ιεροτελεστία το πακέτο και με θρησκευτική ευλάβεια να ανάβει το πρώτο τσιγάρο του πακέτου. Ο βήχας και η όλη παρουσία ανήκει στην ολότητά της στον ηλικιωμένο ιδιοκτήτη της μοτοσυκλέτας που κάθεται στο μπαλκόνι του ορόφου βαστάει ενα Παλλάς στα κιτρινισμένα του δάχτυλα και σα να μη τον αποσπά τίποτα βήχει και πνίγει το βήχα του με μια τζούρα απο τον ελληνικό καφέ που βρίσκεται μπροστά του στο μικρό κλασσικό λευκό φλιτζανάκι του καφέ. Φοράει μια λευκή ολοκάθαρη φανέλα αμάνικη απο τις κλασσικές μινέρβες που αγόραζε και ο παππούς του κάθε χινόπωρο απο το τοπικό παζάρι. Ενα κολλαριστό παντελόνι καφετιού χρώματος, είναι ξυπόλητος και το αριστερό του πόδι πατάει το μάρμαρο με τη φτέρνα και τα δάχτυλά του δεν πατάνε ενώ περιστρέφει δεξά ζερβά τη φτέρνα του σα να προσπαθεί κάτι να τρίψει ή να τριφτεί. Οι επίδοξοι απατεώνες κοιτιούνται μαγκώνονται και συνεχίζουν να προχωράνε μπροστά κοιτώντας όμως τον απαθέστατο γέροντα, κάνουν μάλλον δέκα βήματα και έχοντας φτάσει στη γωνία του δρόμου ο ένας πέφτει πάνω στον άλλο και οι δυο μαζί πάνω στο πέτρινο μαντρότοιχο. Σταματάνε και πιάνει τη καρδιά του. -Ρε μαλάκα νομίζω οτι θα σπάσει η καρδιά μου, τι θα κάνουμε, θα με σκοτώσει ο πατέρας μου. -Και εμένα ο δικός μου δε θα με αφήσει να ξαναέρθω. Σε δέκα περίπου λεπτά είχαν γυρίσει στο πάνω όροφο του σπιτιού της γιαγιάς που ήταν η προσωπική τους εξοχική κατοικία και είχαν ήδη ξαπλώσει χωρίς να τους δει, τουλάχιστον έτσι πιστεύουν μέχρι σήμερα, κανένα άλλο μάτι. Κοιμήθηκαν χωρίς να αλλάξουν άλλη κουβέντα, χωρίς να καταστρώσουν κανένα σχέδιο που θα τους αλάφραινε απο τις πιθανές κατηγορίες, δεν είπαν τίποτα και έκαναν σα να μην συνέβη ποτέ. Ο ύπνος τους σκέπασε τόσο γλυκά και τους χάρισε όμορφα όνειρα. Σε περίπου 6 ώρες μπήκε η γιαγιά να τους ξυπνήσει φωνάζοντάς τους πως μεσημέριασε, να σηκωθούν να φάνε για να χωνέψουν και να πάνε και για μπάνιο στη θάλασσα. Έφαγαν ζεστές τηγανίτες με μπόλικο μέλι κανέλα και τριμμένο αμύγδαλο και καρύδι, τηγανίτες που έκαναν τη γιαγιά διάσημη και ο κόσμος πάταγε ο ένας τον άλλο κάθε παραμονή του Αη παντελεήμονα και κάθε Αγιανάργυροι... Σκαρφίζονταν τις πιο απίθανες δικαιολογίες και είδε και ο ίδιος έναν καθώς πρέπει κύριο απο αυτούς με το κάπα το κεφαλαίο που λένε να χώνει δυο τηγανίτες με τη χαρτοπετσέτα όπως τις πήρε μέσα στη τσέπη του σινιέ σακακιού του και να λέει ‘’σας παρακαλώ δώστε μου άλλες δυο γιατί με σπρώξανε και μου πέσαν’’... Και μετά καθισμένος στο πετρόχτιστο τοιχάκι αγναντεύοντας τον Ευβοϊκό απο ψηλά να κάνει το σταυρό του σε κάθε δαγκωνιά δοξάζοντας τον κύριο και θεό του που έδωσε στη Θεια-Τούλα το χάρισμα να φτιάχνει τέτοιες ωραίες τηγανίτες... Και μάλλον ο λεκές απο το σακκάκι του θα είναι ακόμα εκεί και θα του θυμίζει τις Αγιες εκείνες τηγανίτες τις οποίες και τούτη την ώρα που γράφονται αυτές τις σκόρπιες αράδες και σκέψεις η γλύκα και η μυρωδιά τους είναι καταχωρημένες βαθειά στα αισθητήρια κέντρα του εγκεφάλου όσων τις δοκίμασαν. Οι μέρες πέρασαν και δεν υπήρξαν άλλα απρόοπτα, οι επόμενες μεταμεσονύχτιες σκαστές επισκέψεις στη παραλία τις γειτονικής πόλης έγιναν με μισθωμένο το ταξί του χωριού με αντάλλαγμα χίλιες δραχμές και την υπομονή των επιβατών να ακούνε τις φανταστικές ιστορίες για τις ερωτικές περιπτύξεις του οδηγού. Πέρασε το καλοκαίρι και οι πρώτες βροχές τον βρήκαν να πηγαίνει στη πέρα γειτονιά με σκοπό να χωθεί στο καφενείο μήπως και βρει τον αείμνηστο Παναγή και να παίξουν μια παρτίδα σκάκι, να του μάθει τη μέθοδο Βαλς και τη συγχρονική μέθοδο. Την ώρα που έμπαινε στο καφενείο άκουσε πίσω του το γνώριμο βήχα και κάτι μέσα του τον έκανε να κοντοσταθεί και να κρατήσει απο ευγένεια τη πόρτα στο γέροντα. Πέρασε μπροστά του και του είπε χαμηλόφωνα, -ρε δαίμονα το αδειάσατε αλλά δεν αξιώθηκες ακόμα να βάλεις μπετζίνα και θα σκουριάσει το ντεπόζιτο. O μπάρμπας δεν σταμάτησε καν να περιμένει κάποια απόκριση συνέχισε με το βιαστικό του βήμα και κάθισε στο τραπέζι που ήδη τον περίμενε με τη πράσινη τσόχα στρωμένη για την απογευματινή τους πρέφα. Δε τον κοίταξε στραβά, δεν τον αγριοκοίταξε, ποτέ δεν του ξαναείπε τίποτα. Την επόμενη το βράδυ ενα τετράλιτρο πλαστικό δοχείο με βενζίνη και μηχανόλαδο άδειαζε γεμίζοντας το μεταλλικό δοχείο της ακόμα σκονισμένης φλορέντας. Και αφού πέρασαν ακόμα 10 ημέρες, που στο μεταξύ ο χειμώνας είχε κάνει την εμφάνισή του στο χωριό του με κακές διαθέσεις, περνώντας μέσα στο αγροτικό αυτοκίνητο του πατέρα του, είδε το μπάρμπα να τη βάζει μπροστά, και ακριβώς τη στιγμή που περνούσαν η εξάτμιση γέμισε τον αέρα με εναν μαύρο γκρίζο καπνό γεμάτο τη μυρωδιά του μηχανόλαδου και ο δίχρονος κινητήρας γέμισε με ήχο τον περίγυρο και χώθηκε μέσα στην καμπίνα του αγροτικού αυτοκινήτου. Η ματιά του μπάρμπα πέφτει πάνω στο αμάξι και κοιτάζει τον νεαρό που απορημένος σκέφτεται γιατί ακόμα δε το ξέρει κανείς, την ίδια ώρα που ο πατέρας του του λέει. -Κοίτα χαρά ο μπαρμπα, αφού δε του το κολλήσατε το μηχανάκι πάλι καλά, και όχι τίποτα άλλο θα έβρισκε και το μπελά του ο άνθρωπος αν παθαίνατε τίποτα... -Ρε πατέρα πλάκα μου κάνεις τώρα, τι είναι αυτό που λες. - Μή νομίζεις οτι τα ξέρεις όλα κατά πρώτον και κατά δεύτερον μη βιάζεσαι να μεγαλώσεις... Πήγαν τη διαδρομή τους, και όταν γύρισαν η απορία του ήταν πλέον έκδηλη και δε κρατήθηκε. -Και καλά εγώ έκανα ότι έκανα εσύ δε θα με μαλώσεις, η μάνα μου το ξέρει, ποιος άλλος το ξέρει? Και η απάντηση το ίδιο αφοπλιστική να τον αφήνει ακόμα και σήμερα με την απορία. -Πρώτα πρώτα, πότε σε μάλωσα και δε το ξέρω, και κατά δεύτερον τι να ξέρει η μάνα σου και τι κάποιος άλλος για ποιο πράγμα μιλάς? Και δεν ξαναμίλησαν ποτέ και περάσαν χρόνια πολλά και ο φόβος για το μάλωμα έγινε γλυκιά αναπόληση των στιγμών με τον πατέρα που είχε και αυτός την ίδια κάψα για τις δυο ρόδες και τα μηχανόλαδα. Κάθε φορά που μια καινούρια μοτοσυκλέτα τον έφερνε στο πατρικό του ο πρώτος κριτής ήταν εκείνος που πηγαίνοντας την όπως μόνο οι παλιοί ‘’Ινδιάνοι’’ με τις κουρελούδες ήξεραν στη παραλιακή του έλεγε το υπέρ και τα κατά. Που όταν η πρώτη του μεγάλου κυβισμού έκανε την εμφάνισή της, του την πήρε και εξαφανίστηκε για κάμποση ώρα. Και όταν το άγχος και η αγωνία είχαν κατακλύσει εκείνον και τη μάνα του ο Καβαλάρης του χρόνου έκανε την εμφάνιση. -Ελα ρε πατέρα που πήγες ανησύχησα. -Τι ανησύχησες, φοβάσαι μην ξέχασα να οδηγάω. -Ε όχι αλλό ξέρω και εγώ, δεν είναι με 50 άλογα είναι με 150. -Α τώρα κατάλαβα γιατί δεν καθόταν κάτω η μπροστινή και την πήγα και την έφερα στη μια ρόδα τα πολλά γαιδούρια φταίνε λοιπόν. Και χωρίς να κοιτάξει με αυτό το μεγάλο χαμόγελο κάτω απο το μουστάκι του αποσυρόταν αναπολώντας και εκείνος, και έκρυβε το φόβο του και το άγχος του για τα πολλά άλογα και τις μεγάλες ταχύτητες που οι σύγχρονες μοτοσυκλέτες προσφέρουν σε ανώριμα μυαλά. Περάσαν πολλά χρόνια απο τότε και μάλλον είναι ενα απο αυτά που στη ζωή μένουν αναπάντητα. Τις περισσότερες φορές και για το περισσότερο κόσμο τα αναπάντητα ερωτήματα είναι συνήθως κάποια που είναι γεμάτα πληγές πόνο και δάκρυα, ενώ για εκείνον παραμένει ακόμα ενα απο αυτά τα μικρά μεγάλα αναπάντητα ερωτήματα που τον έκανα με το πατέρα του φίλο και και αναπολεί ακόμα εκείνο το πρώτο παγωμένο αέρα που ένοιωσε όταν τη πρώτη πρώτη φορά με τη κλεμμένη φλορέντα τη τσούλησε σβηστή στη κατηφόρα. Μέσα στο πυκνό σκοτάδι όταν όλα τα καφενεία είχαν πλέον κλείσει εκείνος μόνος του πήρε τη κατηφόρα και την άφησε να τσουλάει ελεύθερα με νεκρά στη κατηφόρα. Την άφησε να πάρει φόρα χωρίς να πατήσει φρένο πουθενά και αισθανόταν οτι είναι οδηγός στο νησί των αθανάτων ανάμεσα στην Αγγλία και την Ιρλανδία, ένοιωθε οτι περνάει φίλερ και με εξωφρενική ταχύτητα απο τους τοίχους των σπιτιών και τα κάγκελα των αυλών αλλά απλά πήγαινε με μέγιστη ταχύτητα τα 50 χιλιόμετρα. Και μετά έφτασε στη τελευταία κατηφόρα που θα τον οδηγούσε στη μεγάλη ευθεία, τα έδωσε όλα άφησε ελεύθερο και το τιμόνι και άφησε τα χέρια του ανοίγοντάς τα αγκαλιάζοντας το φεγγάρι που του φώτιζε το δρόμο. Ο αέρας του γέμισε τα πλεμόνια και για πρώτη φορά το ήξερε οτι οι μοτοσυκλέτες θα καθορίσουν τη ζωή του, στα μεγάλα του και μικρά ταξίδια, στα όνειρά του, στον έρωτα στη ζωή και σε αυτό που φανταζόταν σαν φαμίλια ακόμα...

Δεν υπάρχουν σχόλια: