Google Audio Widget

2 Σεπ 2022

28 Αυγούστου 2022

Μου έστειλες ένα μήνυμα που δε διάβασα ποτέ μου. Δε το διάβασα γιατί ήμουν σίγουρος για όσα θα μου έγραφες. Μια παράκληση, μια υπόσχεση, και μιαν αναμνηση. Σταλμενο να υπηρετεί και αυτο τις τύχες μας, σαν τότε που έτρεχα χωρίς συναίσθηση στα θερινά αλώνια, κυνηγώντας μιαν μπάλα μισοξεφουσκωτη παρέα με άλλους που κυνηγούσαν ανεμόμυλους. Δεν άνοιξα το μήνυμα σου γιατί φοβήθηκα μην με βάλεις σε σκέψη και θυμηθώ όλα όσα εγώ σου έταξα να μην κάνω. Όλα εκείνα που με στοίχειωναν μεγαλώνοντας και όλα εκείνα τα δεινά που πέρασα και είχα υποσχεθεί να μην περάσω. Βλέπεις τα χρόνια περνώντας αλλάζουν τη συνέχεια εκείνη της σκέψης και σαν ένα ποτάμι ορμητικό αλλάζουν τις χωματενιες οχθες. Και παλεύεις με αναχώματα να ορίσεις το δρόμο του νερού αλλά σαν φουσκώσει δεν την ορίζεις και η τύχη σου γίνεται και εκείνη ορμητικη κ ακαθοριστη και εκβάλλει όπου βρει αδυναμίες να κλειστεί. Μου έστειλες ένα μήνυμα μα εκείνη την ώρα δεν το διάβασα γιατί ήμουν με όσα αγαπάω βαθειά και αμετάκλητα. Ήμουν ανάμεσα σε νερά τρεχούμενα και ορμητικα κάτω από αιώνια πλατάνια βουτωντας τα πόδια μου μές το νερό που κατέβαινε από το βουνό. Παγωμένο, τόσο, που μούδιασε τους αστραγάλους μου. Παγωμένο τόσο που η θερμή της καρδιάς της εφηβης Κατερίνας δεν μπόρεσε να το ζεστάνει. -Νομιζω πως σταματάει το αίμα να τρέχει από το κρύο μου είπε. Γελάσαμε και βγήκαμε να δούμε το τοπίο. Δεν άνοιξα το μήνυμα σου γιατί πλάι μου μες την αγκαλιά μου χώθηκε η ζωή μου όλη που τη συνάντησα όταν ακόμα το μυαλό έτρεχε σαν ποταμός και από τότε καθόρισε τις οχθες και με ορμηνιες μαλώματα και φτιαξιές από μαγικούς κόσμους ορίσαμε ένα μέλλον κοινό και αγαπημένο. Δεν άνοιξα το μήνυμα γιατι μπήκαμε στο αμάξι κ η επιλογή της μουσικής ανήκει στην εφηβεία. Το τραγούδι ξεκινάει. Τα τύμπανα μου θυμίζουν τη δική μου παιδικότητα. Ξημέρωμα ήταν γύρω στις 6 το πρωί. Κυριακή πρωί δεν περιμένεις να ακούσεις τη καμπάνα της εκκλησίας τόσο νωρίς. Μα ο χτύπους της είναι αλλιώτικος νταν και ένα κενό και ξανά ακόμα ένα νταν. Και συνεχίζει έτσι για ώρα. Θλιβερός αυτός ο χτύπος. Όσοι είναι μεγάλοι τον γνωρίζουν κ όσοι είναι πολύ μεγάλοι τον φοβούνται. Δε ξέρουν πότε ο χτύπος θα τους ανήκει. Και ας ξέρουν πως δε θα το μάθουν ποτέ πότε για εκείνους θα σημάνει. Το παιδικό δωμάτιο είναι κοντά στο καμπαναριό και η καμπάνα σαν να βαράει μες το μαξιλάρι μου που έχω αγκαλιάσει με τρόπο που καλύπτει τα αυτιά μου. Να μην ακούσω, αλλά είναι τέτοια η βροντη που κάθε νταν είναι κ ένας κεραυνός που σκάει δίπλα μου και με καλεί να σηκωθώ. Σε λιγη ώρα ακούγονται φωνές από το δρόμο. Οι λέξεις δεν είναι καθαρές και νόημα δε βγάζω αλλά κάποια επιφωνήματα δηλώνουν το κακό. Ο ήλιος δεν έχει χαράξει και να φωτίσει τις μικρές γρίλιες απο τα παντζούρια και το δωμάτιο παραμένει σκοτεινό. Ξεκίνησα να ανατριχιάζω από τις φωνές στο δρόμο και να φοβάμαι. Ένα ωχχχχ είναι αρκετο για να ξέρεις ότι σε ένα χωριό 300 ανθρώπων έχει συμβεί κάτι κακο. Μια γριά ξεκινάει το μοιρολόι. Μα ακούγεται κοντά μου ο θρήνος σαν να είναι μες το σπιτικό μας. Ανησυχώ μην χτύπησε το κακό τη δικιά μας πόρτα. Μα δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ακούω τη μάνα να μιλαει στο τηλέφωνο. Έχω ήδη ξυπνήσει για τα καλά. Με τις παιδικές πιτζάμες βγαίνω από το δωμάτιο κ στη κουζίνα γύρω από τη σομπα που καίει και ζεσταίνει το μικρό δωμάτιο είναι καθισμένες οι δύο μου γιαγιάδες και η προ-γιαγιά μου. Σιωπηλες με σκυφτα κεφάλια, καλυμμένα με μαύρα μαντήλια κουμιωτικα. Η γιαγιά μου η μία με φωνάζει. Έλα εδώ πουλί μου. Έλα να σε ταχτιρτισω στα πόδια μου. Μεγαλώνεις και δεν θες τις αγκαλιές. Να προσέχεις όσο μεγαλώνεις και να μη βάλεις τους γονιούς σου σε πόνο σαν αυτόν που βρήκε το τόπο μας. Μου έστειλες ένα μήνυμα και δεν το άνοιξα γιατί ξέρω πόσο αλλιώτικος είναι ο πόνος και ο θρήνος στα χωριά. Πόσο αλλιώτικα διαφέρει από εκείνο το πόνο της μεγαλούπολης που απροσωπα πρέπει κανεις να κλάψει για το κακό που τον βρήκε και να κλάψει με ένταση χαμηλή τέτοια που να μην ενοχλήσει τους γείτονες που δε γνωρίζουν μητε το όνομα σου το μικρό. Μου έστειλες ένα μήνυμα και δε το άνοιξα καν. Δεν είσαι εδώ για να θρηνήσεις και εσύ. Αλλά έφυγαν και εκείνοι που σε θρηνησαν σα να ήσουν δικό τους παιδί. Θυμάμαι τη γιαγιά να πηγαίνει στις λεμονιές. Το ουρλιαχτό της άκουσα. Πήγα σερνωντας τα πόδια μου. Και την αγκάλιασα. Μη κλαις και χτυπιέσαι γιαγιά. Μόνο ο παππούς έμεινε πίσω. Μόνος χαμένος στις σκέψεις του. Εγκλωβισμενος σε αναμνησεις παλιές που θυμαται αλλά ξεχασμένο το παρών δε τον βοηθά καθόλου να συνεχίσει να είναι όπως όλοι εμείς οι λογικοί. Είχε και αυτός έναν θρήνο στα μάτια του. Για τη χαμένη του νιότη και για τη χαμένη του σκέψη και γνώση. Έναν θρήνο σαν αυτόν που είχα ακούσει σαν όνειρο τότε που τα όνειρα έτρεχαν χαρούμενα σπαζωντας κάθε φράγμα και περιορισμό. Μου έστειλες ένα μήνυμα και δεν το άνοιξα μιας κ δεν βρήκα ένα στυλό και ένα χαρτί εύκαιρο την ώρα εκείνη για να το κάνω λέξεις. Ένα μήνυμα που σαν όλα εκείνα που μου στέλνεις άλλες φορές ανοίγω κ διαβάζω άλλες φορές τα γράφω κ άλλες φορές τα ξέχναω κ τα θυμάμαι σαν τώρα. Και αλλαγμένα με την μορφή τους αλλότρια στα όσα θέλω μου θυμίζει πως όσα γράφω τα ξαναβλέπω μετά από καιρό και ορίζω ένα μέλλον σαν αυτό που κάποιος ονειρεύτηκε μια μέρα που κοιμόταν κάτω από ένα πλατάνι στο πανοχώρι. Υγ. Σαν το λιοντα. Χωρίς χέρια 4 και πόδια 14. Μόνο αυτό το μάτι μου το πίσω από τη πλάτη μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: