Google Audio Widget

2 Σεπ 2022

Για τη κόκκινη σημαία, με τα τρία χρυσά γράμματα και με το σύμβολο των εργατών που θα αλλάξει το κόσμο

Στο Γαβαλά γεννήθηκα, το Γενάρη του 82', βασικά στην αθήνα γεννήθηκα αλλά επειδή εγώ δε το θυμάμααι οι πρώτες μου υπαρκτές αναμνήσεις είναι απο το χωριό μου, όπου και πήγα όταν ήμουν κάπου δέκα ημερών, μετά το μαιευτήριο και ένα σκασμό εξετάσεις που φαντάζομαι δεν μου άρεσαν και πολύ. Αλλά τι να κάνεις ανάποδος απο τη γέννα, όσοι κοντινοί μου το κατάλαβαν απο νωρίς ενώ υπήρξαν και εκείνοι που ήλθον είδον και ενικήθηκαν. Η φράση που ξέρετε είναι το ήλθον είδον και απήλθον. Αλλά αυτό είναι λάθος μιας και ένας Ιούλιος που έτυχε να είναι Καίσαρας αλλιώτικα τα είχε πει αλλά θα ήταν και αυτός αλλιώτικος και θέλησαν τα λεγόμενά του να του αλλάξουνε.Δε βαριέσαι έτσι είναι αυτά με τα σωστά και με τα ίσα τους οι πολλοί και εμείς οι λίγοι με τα λάθη και τα στραβά μας. Και μη σκεφτείς εκεί στα Γαβαλά δεν είχες πολλά να δεις και να κάνεις, θυμάμαι μια φορά είχα πάει με το σχολείο σινεμά. Ήταν εκεί που τώρα είναι σουπερ μάρκετ στο εργατικό κέντρο παραδίπλα. Το εργατικό κέντρο το θυμάμαι όπως θυμάμαι και το χρώμα που έχουν τα μαλλιά μου. Ο πατέρας μου με έπαιρνε σε κείνο το γκρι τσιμεντένιο κτίριο απο τότε που θυμάμαι. Εκεί μαζευόντανε ο πατέρας μου με τα ρούχα της δουλειάς, πολλές φορές, παρέα με άλλους με τα ίδια ρούχα ενώ συχνά σε μια ξύλινη πλατφόρμα ανέβαινε ένας άλλος κύριος και ξεκίναγε να μιλάει. Άλλες φορές ο πατέρας φόραγε τα καλά του, αυτό σπάνια γινότανε, πάντα με τα ρούχα της δουλειάς τον θυμάμαι το πατέρα μου, και όταν φόραγε τα καλά του ήταν για κάτι πολύ σημαντικό, όπωως γάμος βαφτήσια, ή το γλέντι που γινότανε μια φορά το χρόνο απο το σωματείο εργαζομένων. Έτσι υπήρχαν και κάποιες σπάνιες εμβόλιμες περιστάσεις που ο πατέρας φόραγε τα καλά του και έλεηγε στη μάνα να ντύσει και εμένα καλά και πηγαίναμε μαζί στη περίσταση. Ετοιμαζόμασταν και όταν ήμασταν και ο ιδυο στη πένα έλεγε στη μάνα μου να ανοίξει τη ντουλάπα αλλά της το έλεγε με ένα ύφος συνομοτικό σα να είχε η ντουλάπα ένα τεράστιο μυστικό που έπρεπε πολύ να προσέξουμε όλοι μας να μην ξεφύγει και δε μπορούμε να το μαζέψουμε ξανά. Άνοιγε η ντουλάπα και έβγαζε η μάνα μου κουβέρτες και παπλώματα και απο κάτω είχε κάτι παλιές χοντρές και πολύ βαριές κουβέρτες που εμένα καθόλου δε μου άρεσαν γιατί με τσίμπαγαν, και ο πατέρας μου έλεγε οτι αυτές είναι οι καλές κουβέρτες οι βελέτζες που ήταν παραδοσιακά φτιαγμένες απο φυσικό μαλλί απο γίδες. Τα έβγαζε λοιπόν όλα έξω η μάνα μου και τέρμα κάτω πλακωμένο μέσα σε μια νάυλον μεγάλη μπλε σακούλα απο το Δανηλάτο κάτι υπήρχε μες τη σακούλα. Έξεχε μοναχά ένα ξύλινο μακρί κοντάρι. Τράβαγε η μάνα τη σακούλα και τη βάσταγε σα το μεγάλο θυσαυρό. Έπαιρνε ο πατέρας τη σακούλα την άνοιγε και έβγαζε απο μέσα τη σημαία που ήταν διπλωμένη και δεμένη με ενα κορδονάκι. Η σημαία ήταν κόκκινη και το πανί της χοντρό σαν τα παντελόνια της δουλειάς του πατέρα, με τη διαφορά οτι αυτά ήτνα χακί χρώμα ενώ η σημαία κόκκινη σα να την είχε βάψει κάποιος με αίμα. Την άνοιγε και με προσοχή έλυνε το κόμπο που είχε με το κορδόνι που ήταν δεμένη και την ξεδίπλωνε. Την άνοιγε και μου έκανε εντύπωση, είχε κάτι χρυσά γράμματα θαρείς και ήταν απο 100 καράτια γραμμένα αυτά τα γράμματα. Τρία όλα και όλα, αυτά τα βλεπεις παιδί μου με ρώταγε, και εγώ απλά κουνώντας το κεφάλι μου επιβεβαίωνα το αυτονόητο, οτι βλέπω δηλαδή αυτά τα τρία γράμματα, Κ Κ Ε . ήταν τα τρία γράμματα γιατί κάθε φορά του έλεγα κάπα κάπα εεεεεε και το τρράβαγα το ε για να καταλάβει οτι ξέρω να διαβάζω... Γέλαγε αλλά ταυτόχρονα μου έλεγε, σώπα μη το φωνάζεις κιόλας. Είχε και ενα σήμα πιο πάνω που δεν ήξερα τι είναι και μου έλεγε ο πατέρας μου οτι το λένε σφυροδρέπανο και οτι με αυτό οι εργάτες όλης της γης θα αλλάξουν το κόσμο και θα τσακίσουν την εκμετάλευση ανθρώωπου απο άνθρωπο. Και μετά πήγαμε εκεί και ο κόσμος ήτνα πάρα πολύς και υπήρχαν και άλλες κόκκινες σημαίες με τα γράμματα και τα σφυροδρέπανα και γεμάτος περηφάνια ο πατέρας με έβαλε στη πλάτη του και με το ένα χέρι με βάσταγε μη πέσω και με το άλλο κούναγε περήφανα και γεμάτος καμάρι τη σημαία, και σήμερα έχω ακόμα την απορία, αν καμάρωνε για το γιο του ή για τη σημαία. Είμαι όμως σίγουρος οτι αν σήμερα με έβλεπε αγκαλιά με τη κόρη μου να βαστάμε την ίδια σημαια θα ήταν περήφανος για όλα, για τη σημαία, για μένα και για τη Κατερίνα. Σε αυτή τη μεγάλη συγκέντρωση είχα μάθει πως είχε έρθει ο Χαρίλαος, και εγώ δεν είχα γνωρίσει ποτέ κανέναν Χαρίλαο, ο οποίος έλεγε κάτι παράξενα λόγια και τα έλεγε και λίγο βλάχικα και πολλές φορές εγώ γέλαγα όπως μίλαγε αυτός ο ασπρομάλλης κύριος. Και μετά αφού τέλειωσε η ομιλία ο πατέρας με πήγε σε έναν κύριο που είχε το ένα του χέρι μάλλον κομμένο γιάτι το σκέπαζε με ένα σακακι και δεν κουνιόταν καθόλου, - αυτός είναι ο γιος μου του είπε - Σωστός αντάρτης απάντησε ο κύριος αυτός και μου έπιασε το κεφάλι, μείνανε για λίγο και λέγανε κάτι για το σωματείο και για κάποιους σπάστες και ξανά ο πατέρας μου είπε κάτι για τη Παναγία αυτωνών των σπαστών, Και μετά ο πατέρας μου πήρε εβα γκειφιτζούρι κόκκινο που είχε σχήμα κόκκορα και τον ρώτησα γιατί δε πάμε να φάμε σουβλάκι στο Κύπριο και μου είπε οτι τα λεφτά τα δώσαμε για τη συγκέντρωση και για το σωματείο. Και εγώ είχα μείνει ακόμα κολλημένος στα λόγια που μου είχε πει ο πατέρας όταν έλυσε τη σημαία, όταν έβγαλέ το θυσαυρό του απο τη σακούλα, οι εργάτες με αυτό το πως το έλεγε σφυροδρέπανο θα αλλάξουν το κόσμο, σαν κάτι να μου άρεσε στις λέξεις αυτές του πατέρα γιατί συνήθως ο πατέρας μου μίλαγε απλά και καθημερινά όπως οι περισσότεροι άνθρωποι στο χωριό μου, ενώ όταν έρχονταν οι Αθηναίζοι τα καλοκαίρια άκουγα μερικούς να μιλάνε αλλιώτικα και μου άρεσε να σου πω την αλήθεια. Λέγανε κάτι λέξεις που δε τις άκουγα απο το πατέρα μου ή απο τους άλλους στο χωριό και όσο ναναι είχαν μιαν άλλιώτικη χροιά, μέχρι που νόμιζα οτι ο πατέρας μου και οι άλλοι είναι χωριάτες και δε τη μιλάνε τη διάλεκτο της πόλης. Όσο περνάγαν βέβαια τα χρόνια ανακάλυπτα οτι αυτοί που μιλάγανε αλλιώτικα ήταν και αυτοί απο αυτούς που θα σας πω πιο κάτω, ήταν απο εκείνους που είχαν μια μανία να σου παίρνουν το σουβλάκι απο το πιάτο ή ακόμα και μέσα απο τα χέρια. Τώρα μη με ρωτάτε τι ακριβώς έλεγαν στις συναντήσεις που σας είπα πιο πάνω στο εργατικό κέντρο. Δε θυμάμαι να σας πω και μάλλον δε καταλάβαινα και Χριστό, αλλά μου άρεσε να πηγαίνω εκεί γιατί μετά το τέλος αυτής της παράξενης παράστασης ο πατέρας μου με κάποιους άλλους απο τη παρέα του πηγαίνανε στου Κύπριου, έτσι το λέγανε το μαγαζί, και τρώγανε σουβλάκια. Εκεί ο πατέρας μου συνήθως έπινε ενα ποτήρι κρασί που πολλές φορές το έσφιγγε τόσο πολύ που νόμιζα πως θα σπάσει και θα κόψει τα χέρια του. Ξεκινάγανε να μιλάνε με τους άλλους και ο πατέρας μου δεν έτρωγε σχεδόν ποτέ κανένα σουβλάκι και μίλαγε λέγοντας που και που κάτι το Χριστό και τη Παναγία των αλλωωνών. Ήταν βέβαια και κάτι άλλοι απο τη παρέα που δε μίλαγαν καθόλου και έτρωγαν τόσο γρήγορα που πολλές φορές δε προλάβαινα να πάρω δεύτερο. Αυτούς ειδικά δε τους συμπάθησα ποτέ μου. Περάσαν πολλά χρόνια απο τότε που πήγα τελευταία φορά με το πατέρα μου στα σουβλάκια στο Κύπριο αλλά συνεχίζω να φοβάμαι ακόμα εκείνους που δε μιλάνε καθόλου παρά παραμονεύουν σε μια γωνία σιωπήλοί για να βουτήξουν το σουβλάκι απο τα χέρια τα δικά μου ή άλλων ανθρώπων. Και να σου πω και μια αλήθεια ακόμα, εμένα δε με νοιάζει να μου το πάρουν το σουβλάκι γιατί με έκανε κάπως ανάποδα μεγάλο ο πατέρας μου και η μάνα μου και σκέφτομαι πολλές φορές οτι αυτοί οι τύποι είναι θρασύδειλοι και πάω και τους πιάνω στα πράσα και τους λέω ΕΠ ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ ΕΚΕΙ, και το βάζουνε στα πόδια. Το άσχημο όμως είναι οτι εγώ και άλλοι ανάποδοι σαν εμένα δεν μπορούν να είναι πανταχού παρόν, και αυτοί οι σιωπηλοί τύποι χωρίς να το καταλάβουν πάνε και κλέβουν το σουβλάκι απο το παιδί μου το παιδί σου, τα παιδιά του κόσμου, το κλέβουν απο εκείνον που εξαντλημένος έπεσε για ύπνο μετά απο πολλές ώρες δουλειάς. Κλέβουν το σουβλάκι απο τη μαμά που γράφει όλα τα έξοδα σε ενα παλιό χαρτάκι και βλέπει πως δε βγαίνει ο μήνας και κλείνεται να κλάψει βουβά στο μπάνιο μη τη δουν τα παιδιά της. Και εκεί τρυπώνει ο σιχαμένος σιωπηλά και κλέβει. Βλέπετε απο τότε μάλλον το έχω το κακό και δε θέλω να μένω σιωπηλός και να κοιτάζω να μας κλέβουν το σουβλάκι απο το χέριμ είτε το δικό μου είτε το ξένο. Θα φταίει μάλλον και ο πατέρας μου που στις κουβέντες αυτές συνίθιζε να μου λέει απότομα σήκω παιδί μου σήκω να πάμε στο σπίτι μας, περιμένει η μαμά, ετούτοι εδώ το πουλήσανε φθηνά το τομάρι μας. Και μετά απο χρόνια ενα βράδυ μεθυσμένος η Κατερίνα μου είχε πει δυνατά μέσα απο τα ηχεία '' μη ξεπουλήσουμε φθηνά το τομάρι μας ρε'' και μου είχε χαλάσει το μεθύσι αλλά και όσα μέχρι τότε σκεφτόμουνα για το τομάρι μου γενικά. Και τα χρόνια περάσανε και ακόμα μάλλον παλεύω να βρω τα νοήματα στα λόγια εκείνα, στα τρία αυτά γράμματα που η ιδεολογία που τα περικλείει με καθόρισαν σαν άνθρωπο και θα μπορούσα να πω οτι με γλύτωσαν και απο τα στραβά και τα ανάποδα του μυαλού μου, με καθόρισαν σαν άνθρωπο για να έχω μια συγκεκριμένη στάση απέναντι σε εκείνους που κλέβουν το σουβλάκι απο τα χέρια των παιδιών. Στο σύμβολο αυτό που με το σφυρίο και το δρεπάνι ακόμα προσδοκώ οι εργάτες να κατανοήσουν την αξία του και να το πιάσουν στα χέρια ώστε να κάνουν το κόσμο καλύτερο. Ξύπνησα στις 10 σήμερα και απο χθες είχα σκοπό να ξυπνήσω τη Κατερίνα και να πάμε για βιβλία. Την ξύπνησα και ενώ ετοιμαζόμασταν την ακούω να λέει, όχι ρε πούστη μου. Τι έγινε την ρώτησα. Σταμάτησαν το μπαμπά της Ντίνας απο τη δουλειά, τι θα κάνουν τώρα, η Ντίνα δείνει εξετάσεις φέτος ρε μπαμπά. Μην ανησυχείς της απάντησα αλλά αυτό για να κρύψω αυτά που μέσα μου έλεγα για το Χριστό και τη Παναγία αυτωνών που ''σταματάνε '' το μπαμπά της Ντίνας και το κάθε μπαμπά απο τη δουλειά. Συζητάγαμε σε όλο το δρόμο. Δεν είχε καθόλου όρεξη. Με ρώτησε, '' μπαμπά αν δεν σου ανανεώσουν τη σύμβαση στο νοσοκομείο τί θα κάνεις??? Μη φοβάσαι της απάντησα και πάλι, θα κουβαλάω ξανά μπουκάλες. Όχι μπαμπά όχι πάλι μπουκάλες θα βρω εγώ δουλειά αν χρειαστεί μου είπε. Χαμογέλασα και της είπε οτι δε θα χρειαστεί ενώ εκείνη την ώρα το ραδιόφωνο έπαιζε Μίκη για την επάτειο του θανάτου του Έτσι απόψε κάθισα για λίγο μπροστά στην οθόνη και περιμένω να ολοκληρωθεί η συναυλία που πήγε για να τραγουδήσει με τους φίλους της για ένα κόσμο που κανένας μπαμπάς δεν θα χρειαστεί να σταματήσει να δουλεύει και κανένα παιδί να δουλέψει για να σπουδάσει, και γενικά κανένας κύριος σιωπηλά να μην πάρει το σουβλάκια μέσα απο τα χέρια μας. Είδα και το βίντεο των αγωνιστών στη Μαλαματίνα πουαντιμετώπισαν τους πραίτορες για ακόμα μια φορά, οπότε είπα να γράψω 2 λόγια. ΥΓ. Η συγκέντρωση είχε γίνει με ομιλητή το Χαρίλαο Φλωράκη ενώ ο κύριος με το σακάκι το ριγμένο στο χέρι του ήταν ο Δημήτρης Σάρλης ( καπετάν Αχιλλέας), ενώ οι σπάστες ήταν οι απεργοσπάστες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: