Google Audio Widget

24 Οκτ 2022

Της μνήμης και της λήθης ...

Πότε ξεκίνησες να γράφεις ? Θυμάσαι τη πρώτη φορά που χωρίς να ξέρεις γιατί, έπιασες ένα μολύβι χωρίς ακονισμένη μύτη και ένα κομμάτι λερό χαρτί για να το γράψεις. Να αποτυπώσεις τις σκέψεις που σαν αστραπή σκάγαν στο κεφάλι σου. Να τα έχεις για να θυμάσαι ακριβώς τη στιγμή αυτή στο μέλλον, χωρίς να σε νοιάζει αν οι άλλοι θα μπορέσουν να μυρίσουν την βροχή που είχε πέσει λίγη ώρα πριν και είχε ποτίσει το στεγνό χώμα. Και το χαρτί αυτό κρύφτηκε σε ενα τυχαίο αδιάβαστο βιβλίο και παρέμεινε κρυμμένο για χρόνια σαν να περίμενε τη στιγμή της ανακάλυψής του. Και χρόνια μετά έξω μια σκηνή στο κάμπινγκ στις Kουκουναριές. Το βιβλίο το βαστάει η τότε σύντροφός σου το διαβάζει με μανία, τις προηγούμενες μέρες είχαν συλλάβει τη 17Ν και εσύ είσαι με τα μούτρα χωμένος στην εφημερίδα, ξαφνικά σου λέει, ‘’επ τι είναι αυτό ? Ραβασάκι ?‘’ και το λερό χαρτί κιτρινισμένο ξεπροβάλει από τις μεσαίες σελίδες του ξεχασμένου, ακόμα αδιάβαστου, βιβλίου. Το πιάνεις σα να βρήκε θησαυρό και το διαβάζεις με μια ανάσα. Το χαρτί εκτός από λερό είναι και κιτρινισμένο απο το χρόνο και έχει τη χαρακτηριστική μυρουδιά του παλιού χαρτιού, και όμως είναι Ιούλιος του 2002 δεν έχει βρέξει για καιρό και ο ήλιος στη Σκιάθο είναι ψηλά στον ουρανό, και όμως καθώς το διαβάζεις το άρωμα του νωπού χώματος είναι εκεί, σου μυρίζει ξαφνικά το βρεμένο χορτάρι και το θυμάρι το ανθισμένο που βράχηκε. Μέσα στις μυρουδιές είναι και το γλυκό που χρόνια πριν η μάνα σου ετοίμαζε στη κουζίνα στο χωριό, βανίλια και ζάχαρη που λιώνουν και ανακατεύονται σε ενα υγρό καραμελένιο σύνολο. Γυρνάς στο πλάι το βλέμμα σου, και είναι σα να βλέπεις τη σημαία του Τσε που είχες κρεμασμένη στο δωμάτιό σου κείνη τη μέρα, και απο κάτω μια μεγάλη αφίσα του Χέντριξ πεσμένου στα γόνατα έχοντας βάλει φωτιά στη κιθάρα του. Στα χέρια σου δε βαστάς το χαρτί αλλά ενα άξυστο μολύβι και έχεις ενα λερό χαρτί κενό που θέλει να του βάλεις πάνω τα γράμματα με τη σωστή σειρά που να φτιάξεις λέξεις που και εκείνες να τις βάλεις στη σωστή σειρά για να φτιάξεις προτάσεις που να βγάζουν ενα νόημα. Και κάπου το είχα διαβάσει ότι τα βιβλία είναι ενα σύνολο απο 24 ,25 γράμματα που μπήκαν στη σωστή σειρά, με τα κενά τους τις παραγράφους τους και τα κεφάλαιά τους. Τη θυμάμαι τη μέρα αυτή γιατί ανακάλυψα πως είναι να διαβάζεις κάτι που έγραψες χρόνια πριν και να νοιώθεις όσα είχες νοιώσει τότε, που διαπιστώνεις πως και οι αισθήσεις έχουν μνήμη, που μπορείς μες το κατακαλόκαιρο να μυρίσεις τη βροχή και το βρεμένο χώμα, να μυρίσεις τη παλιά κουζίνα στο πατρικό σου και ας έχεις ήδη φύγει για 3, 13, ή και 43 χρόνια απο εκεί. Που σήμερα 20 χρόνια μετά θυμήθηκα τη μέρα κείνη. Σήμερα στην αυλή ήμουν, στην Αθήνα, με ενα ποτήρι καφέ στο χέρι, ακουμπούσα στο κάγκελο της αυλής και κοίταζα το δρόμο χωρίς να βλέπω, με το νου μου να τρέχει στο κενό, και κείνη την ώρα μια νεαρή κοπέλα κάπου στα 17 περνούσε, φορούσε ενα τόσο δυνατό άρωμα, μου φάνηκε γνωστό, χωρίς να το σκεφτώ μπήκα μες το σπίτι και αυτόματα οδηγήθηκα στη βιβλιοθήκη. Βρήκα το, ακόμα αδιάβαστο, βιβλίο, το άνοιξα να βρω το χαρτί, δεν το βρήκα, δε ξέρω αν χάθηκε ή αν κάπου είναι ακόμα και παλαιώνει μέχρι να το ανακαλύψει ο επόμενος αναγνώστης του. Και όμως είμαι σίγουρος το άρωμα της κοπέλας που περνούσε είναι το ίδιο που πλημμύριζε τότε τις μέρες και τις νύχτες μου, που συντρόφευε το γυμνό σώμα, της τότε, συντρόφου μου. Φαντάσου σκέφτηκα, πέρασαν 20 χρόνια απο τότε, η κόρη μου είναι στην ηλικία της κοπέλας που το άρωμά της μου θύμισε ενα καλοκαίρι παλιό και ξεχασμένο. Ο θείος της τότε συντρόφου μου ήταν ενας σημαντικότατος ζωγράφος που στο τέλος της ζωής του, δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τη συζυγό του και τα παιδιά του, κάθε φορά όμως που καθόταν μπροστά απο έναν πίνακά του τότε όλοι έβλεπαν το πρόσωπό του να γλυκαίνει και να αλλάζει. Πότε ξεκίνησες να γράφεις, Θυμάσαι τη πρώτη φορά που έπιασες το μολύβι να γράψεις κάτι που να είχε για σένα αξία? Όχι δεν την θυμάμαι καν αυτή τη φορά, αλλά ελπίζω, αν κάποια στιγμή όλα έχουν σβήσει απο το σκληρό μου δίσκο, να υπάρξει ενα χαρτί που θα με κάνει να χαμογελάσω και να θυμηθώ, τη μέρα που γνώρισα τη σημερινή, παντοτινή μου σύντροφο, τη μέρα που αντίκρυσα για πρώτη φορά τα μάτια της νεογέννητης Κατερίνας, τη μέρα που διαβάζοντας κάτι που είχα γράψει μου μύρισε το χώμα το νωπό, και το βρεμένο ανθισμένο θυμάρι.

14 Σεπ 2022

Μα τι τα θες ολα αυτα?

Μα γιατί τα γράφεις όλα τούτα? Τι νόημα έχει, νομίζεις ότι κάθεται κάνεις και σε διαβάζει? Ή μπας έχεις την εντύπωση πως όσοι λίγοι σε διαβάζουν νοιώθουν κάτι ή κάνεις τη ζωή τους καλύτερη? Νομίζεις θα αλλάξει κάτι στη ζωή τους ή στο τρόπο που σκέφτονται? Τέτοια διαφορά με ρωτάει ο εαυτός μου πολλές φορές αλλά δε μπαίνω στη διαδικασία να του εξηγήσω. Έχω μια ακλόνητη βεβαιότητα πως ο εαυτός μου, εγώ δηλαδή, είναι αρκετά ανόητος για να μπορέσει να κατανοήσει πως όσα γράφω, δε τα γράφω αποκλειστικά για τους άλλους ή μάλλον δε τα γράφω καθόλου για εκείνους τους άγνωστους αλλους. Για κείνον τον ίδιο τα γράφω, τον ανόητο. Δε μπορεί να καταλάβει πως όλοι οι κατά τόπους ανόητοι βρίσκουν έναν τρόπο για να καταφέρουν να επιβιώσουν και να τα βγάλουν πέρα σε τούτο το πολιτισμένο και γεμάτο AIO έξυπνες συσκευές κόσμο . Άλλοι από αυτούς τους ανόητους επιλέγουν να γίνουν πολιτικοί και κάποιοι άλλοι να γίνουν αστυνομικοί. Υπάρχει όμως και ένα άλλο κομμάτι ανοητων που γράφουν και παίζουν μουσική . Τραγουδάνε ζωγραφίζουν. Κάνουν τέλος πάντων διαφορά και ελπίζω να καταλαβαίνετε πως οι πρώτοι ανόητοι δεν έχουν σχέση με τους δεύτερους απλά προσπαθώ να πείσω τον δικό μου ανόητο περί τίνος πρόκειται. Η δική μας κατηγορία είναι εκείνοι που επιλέγουν με δικό τους τρόπο, με τη γραφή, στη προκειμένη περίπτωση, να τριψουν στα ίδια τους τα μούτρα όλην εκείνη την αγανάκτηση, την απορία για τα πολλά που συμβαίνουν και να κουλαντρίσουν όλον τούτο το ραθυμο θυμό που ξεσπάει από τα ρουθούνια όταν βλέπει τους πρώτους ανόητους να πατάνε στη δική του ανοησία και πειθινια απραξία του. Αρκετά με το σημερινό μάθημα αυτοβελτίωσης. Ολοκληρωσαμε και για σήμερα. Όχι πάνω μας, ευτυχώς. Θα τον πείσω τον ανόητο πως αν δε γράψω σε συνδυασμό με όσα κοιμούνται μέσα του δε θα τον φτάνουν χούφτες τα φάρμακα για να καλμαρει. Και να φανταστείς το κάνω όλο τούτο χωρίς καν να έχω διαβάσει ένα βιβλίο-εγχειρίδιο αυτοβελτίωσης, δε διάβασα ποτέ μου τον. Ιrvin Yalom ή τον ντόπιο το Ξενάκη με τα δώρα του. Αυτοί είναι σπουδαίοι και διαβασμένοι ενώ εγώ ανόητος και αγράμματος. Οχινεγω ακριβώς. Ο εαυτός μου. Πιστεύω να με καταλαβαίνετε. Στο νέο σπίτι τα βολεψα τα πράγματα και το πρωί έκανα κ το μπάνιο μου στη θάλασσα που είναι πλέον μπροστά στο σπίτι. Ήμουν σίγουρος πως το σημερινό Σάββατο θα ήταν μια ήσυχη βάρδια, έτσι έδειχνε. Τυπικά πράγματα, αγόρια με διαστρέμματα από τη μπάλα, γιαγιάδες που ανέβηκαν στο σκαμπό να ξεσκονίσουν και παππούδες που ενώ έχουν υπέρταση ρουφάνε το αλάτι σα το Marvin Gaye τη λουκουμόσκονη. Ακούω ειδήσεις και χαζεύω τα δημοσιογραφικά. Την ώρα εκείνη ακούω το ασανσέρ να κατεβαίνει, σα να το ήξερα πως αυτό το περιστατικό θα είναι αλλιώτικο. Το φορείο στρίβει στην είσοδο του ακτινολογικού και μπαίνει, φοράμε όλοι μάσκα αλλά ευτυχώς τα ματια μας συνεχίζουν να είναι ακάλυπτα και να μιλάνε σιωπηλά και κάνουν κάποιους λίγους που μιλάνε την ίδια γλώσσα είτε να φυλαγονται είτε να γινονται εγκαρδιοι. - Τι πάθατε? -έπεσα αγόρι μου, παράλληλα ο σύζυγος παρεμβαίνει -Δεν ακούει, ήρθαμε για διακοπές να ηρεμήσουμε και εκείνη βάλθηκε να κάνει δουλειές. Έχει και σκλήρυνση... - παμε σιγά σιγά, θα σας βοηθήσω να ξαπλωσουμε στο κρεβάτι δίπλα. Οι ακτινογραφιες δεν άργησαν να δείξουν τη ζημιά, υποκεφαλικο το κάταγμα στο ισχίο. Ανεβαίνουν ξανά στα ΤΕΠ, ο σύζυγος περιμένει απέξω και είναι ανήσυχος. Του λέω να ηρεμήσει όλα θα πάνε καλά. Με κοιτάζει με ένα βλέμμα που μου θύμισε το πατέρα μου. Δε μίλησε. Κάθομαι δίπλα του. - Είμαστε γείτονες στην Αθήνα. Είμαι στο Ίλιον του λέω. Δε με άκουσε καν. Είναι σκυμμένος με τα χέρια του δεμένα μεταξύ τους στις χούφτες και οι αγκώνες του ακουμπάνε στα γόνατα του. - Ήρθαμε για διακοπές να ξεχαστεί, μου λέει. Έχει τη σκλήρυνση και μας εχουν πει ότι η θάλασσα βοηθάει. Έχω και το σκύλο μαζί στο σπίτι και ένα καναρίνι. Τι θα κάνω γαμωτο. Όχι ότι φταίει όμως, μη με παρεξηγείς, δε φταίει, είμαστε ταλαιπωρημενοι αγόρι μου. Έχει πονέσει πολύ που την βλέπεις. Εγώ δεν καταλαβαίνω, θα της κάνουν παυσίπονα τώρα μην ανησυχείς δε θα πονάει. Με κοιτάζει ξανά μες τα μάτια, τα μάτια του είναι ήδη υγρά και κόκκινα και μου γελάει με ένα χαμόγελο που με πόνεσε πιο πολύ από κλοτσιά στα αρχιδια. - Ναι αγόρι μου να να της κάνουν ένεση. Να της κάνουν να μην πονάει άλλο πια. -Θα κατέβω κάτω του απαντάω, αν χρειαστείτε κάτι μη διστάσετε. -Ναι αγόρι μου μου απαντάει και με κοιτάζει αλλά δε με βλέπει, το μυαλό του ταξιδεύει αλλού. Κατεβαίνω και προσπαθώ να μην σκέφτομαι τίποτα, ανοίγω ένα φανταστικό βιβλίο που διαβάζω μανιωδώς για 2η μέρα και χαίρομαι από τη μια που το καταπίνω αλλά λυπάμαι ταυτόχρονα που θα τελειώσει σύντομα. Έχω χαθεί στις γραμμές του και ταξιδεύω στην Πράγα του μεσοπολέμου και το Αλγέρι του 1940. Ο ήρωας μου ο Γιοσεφ Καπλαν είναι γιατρός και ερευνητής και λατρεύει τη μουσική και τον χορό. Ακούει Carlos Gardel και αγαπημένο του τραγούδι είναι το Volver. Αφήνω το βιβλίο και το youtube φέρνει στα αυτιά μου τις κιθάρες με την φωνή. Είμαι εγώ στη σκηνή και χορεύω, και ας μην έχω ιδέα από χορό, αγκαλιά με την Κριστίν ένα τελευταίο χορό στη προκυμαία στο Αλγέρι πριν το αφήσουμε για να αππβιβαστουμε στη συνέχεια στη Μασσαλία. Το τραγούδι έχει τελειώσει και έχω μείνει με ένα χαζό χαμόγελο στα χείλη μου, ο ήχος του ασανσέρ και πάλι εκεί. Τρομάζω, και πάλι το ξέρω, είμαι σίγουρος, είναι και πάλι η ίδια ασθενής. Αφήσαμε ανοιχτούς λογαριασμούς. Ταυτόχρονα χτυπάει το κινητό, μήνυμα από τη Κατερίνα, "Μπαμπά τελικά κάτι κάνεις, ωραίο αυτό που έγραψες, θα πέσω για ύπνο, θα τα πούμε μετά". Χαίρομαι και λέω μέσα μου "τα βλέπεις ανόητε? Τα βλέπεις? Το φορείο έχει μπει στο θάλαμο, είναι η ίδια ασθενής. Ο άντρας της ξανά απέξω, περιμένει και κάτι λέει χαμηλά σα να μην θέλει κανείς να τον ακούσει. Σα να προσεύχεται σε ένα δικό του άγνωστο σε εμάς Θεό και να μη θέλει κανείς να τον διακόψει, ανοιγοκλεινουν τα χείλη του, τα διαβάζω ξεκλεβω μια φράση μονάχα " βοήθα με αγόρι μου", η βαριά πόρτα με το μολύβι για την ακτινοπροστασια κλείνει με θόρυβο. Θα κάνουμε και μια ακτινογραφία θώρακος γιστι θα γίνει εισαγωγή μεχρι τη Δευτέρα που θα κάνετε χειρουργείο. Θα σας βοηθήσω να βγάλουμε τα ρούχα σας από τη μέση και πάνω. Πιαστείτε πάνω μου για να ανασηκωθειτε. Μη φοβάστε δε με βαραίνετε. -Αχ αγόρι μου..... -Πονατε ακόμα? Δε σας έπιασε η ένεση? - Δε πονάω καθόλου παιδί μου μην ανησυχείς μου απαντάει. Όλα είναι έτοιμα, βγάζω την ακτινογραφία, τη βοηθάω να ντυθεί. Είμαστε έτοιμοι της λέω θα σας βοηθήσω να ξαπλώσετε. Με πιάνει από το μπράτσο σφιχτά και ξαπλώνει, με σφίγγει γερά στο μπράτσο. -Πανε 11 χρόνια... Δε μιλάω, θέλει να μιλήσει, το νοιώθω. Η ράχη μου έχει ανατριχιάσει και ιδρώτας τρέχει. Τη κοιτάζω και με κοιτάει μες τα μάτια. -Έχασα το παλικάρι μου, ήταν 27 χρόνων. Συνεχίζω να μη μιλάω με βαστάει ακόμα το ίδιο σφιχτά -Τότε αρρωστησα από τη στεναχώρια, έπαθα τη σκλήρυνση, δε μπορώ όμως να κάτσω παιδάκι μου, κάνω δουλειές για να ξεχνιέμαι, με φέρανε εδώ για διακοπές, και γελάει εκείνη την ώρα, ένα γέλιο γεμάτο πονο. Τι να τις κάνω τις διακοπές εγώ, δουλεύω για να μην ουρλιαζω. Άμα κάθομαι κάτι ξυπνάει μέσα μου και θέλω να ουρλιαζω, και επειδή δε θέλω να τον τρομάζω, και κοιτάει τη πόρτα που απέξω στέκει ο άντρας της, το πνίγω, αλλά όσο το πνίγω τόσο αυτό θεριεύει. Έχω βουρκωσει. Θυμάμαι τη νιότη μου και όσα μας σημάδεψαν και μας σφράγισαν για παντα. -Έχετε αλλά παιδιά, καταφέρνω να ρωτήσω. - μια κόρη ακόμα απανταει -να τη χαίρεστε, να είναι γερή πάντα. - σε ευχαριστώ αγόρι μου σε ευχαριστώ να χαίρεσαι ότι αγαπάς. Ο τραυματιοφορεας έχει έρθει και παίρνει το φορείο. Ακολουθώ. -Μηχανή? Ρωτάω το πατέρα. -μεγάλου κυβισμού μου απαντάει και σκυφτός ακολουθεί το φορείο. Μένω να τους κοιτάζω μέχρι τη γωνιά που στρίβουν για να μπουν στο ασανσέρ. Δε μπόρεσα να διαβάσω κάτι ξανά. Το βιβλίο μου θα περιμένει. Εσκισα λευκές κόλλες από το σπιράλ και πήρα ένα μπλε στυλό για σήμερα. Έβαλα Carlos Gardel. Μετά ξεκίνησα να συζητάω με τον εσωτερο εαυτό μου. Αυτόν τον ανόητο που τόσην ώρα σιωπεί και δε βγάζει μηλιά. Τα βλέπεις ανόητε, τα βλέπεις τον ρωτάω. Για σένα γράφω ρε μαλακα, για τη κυρία εκείνη που τώρα μπαίνει στο δωμάτιο και ποιος ξέρει τι να σκέφτεται. Για το σύζυγό της που απόψε θα γυρίσει σε ένα δωμάτιο διακοπών παρέα με το σκύλο και το καναρίνι του και τις όσες σκέψεις του. Για τη κόρη σου γράφω βρε ηλιθιε που σου είπε ότι κάτι κανεις και ας ξέρεις ότι γράφει καλύτερα από σένα. Για το φίλο σου τον αδερφικο το Βασίλη γράφω ρε βλακα. Για όλους εκείνους που δε θα το διαβάσουν ποτέ γιστι βιάστηκαν να ταξιδέψουν από κοντά μας αλλά έτσι με το τρόπο τούτο τιμάω τη μνήμη τους. Γιατί τελικά το γράψιμο δε ξέρω αν είναι τέχνη όπως λένε, και εγώ σίγουρα δεν είμαι των καλών τεχνών, ξέρω όμως σίγουρα τούτο. Θα υπάρξουν κάποιοι λίγοι εκεί έξω που θα το διαβάσουν όλο τουτο και θα βάλουν να ακούσουν το por una cabeza του Gardel, θα γεμίσουν ένα ποτήρι κόκκινο κρασί θα πιουν μια γουλιά, και το άλλο θα το γυρίσουν στο χώμα. Στη μνήμη όσων μας λείπουν. Για τη μνήμη τους ανόητε. Για αυτό.

2 Σεπ 2022

Για τη κόκκινη σημαία, με τα τρία χρυσά γράμματα και με το σύμβολο των εργατών που θα αλλάξει το κόσμο

Στο Γαβαλά γεννήθηκα, το Γενάρη του 82', βασικά στην αθήνα γεννήθηκα αλλά επειδή εγώ δε το θυμάμααι οι πρώτες μου υπαρκτές αναμνήσεις είναι απο το χωριό μου, όπου και πήγα όταν ήμουν κάπου δέκα ημερών, μετά το μαιευτήριο και ένα σκασμό εξετάσεις που φαντάζομαι δεν μου άρεσαν και πολύ. Αλλά τι να κάνεις ανάποδος απο τη γέννα, όσοι κοντινοί μου το κατάλαβαν απο νωρίς ενώ υπήρξαν και εκείνοι που ήλθον είδον και ενικήθηκαν. Η φράση που ξέρετε είναι το ήλθον είδον και απήλθον. Αλλά αυτό είναι λάθος μιας και ένας Ιούλιος που έτυχε να είναι Καίσαρας αλλιώτικα τα είχε πει αλλά θα ήταν και αυτός αλλιώτικος και θέλησαν τα λεγόμενά του να του αλλάξουνε.Δε βαριέσαι έτσι είναι αυτά με τα σωστά και με τα ίσα τους οι πολλοί και εμείς οι λίγοι με τα λάθη και τα στραβά μας. Και μη σκεφτείς εκεί στα Γαβαλά δεν είχες πολλά να δεις και να κάνεις, θυμάμαι μια φορά είχα πάει με το σχολείο σινεμά. Ήταν εκεί που τώρα είναι σουπερ μάρκετ στο εργατικό κέντρο παραδίπλα. Το εργατικό κέντρο το θυμάμαι όπως θυμάμαι και το χρώμα που έχουν τα μαλλιά μου. Ο πατέρας μου με έπαιρνε σε κείνο το γκρι τσιμεντένιο κτίριο απο τότε που θυμάμαι. Εκεί μαζευόντανε ο πατέρας μου με τα ρούχα της δουλειάς, πολλές φορές, παρέα με άλλους με τα ίδια ρούχα ενώ συχνά σε μια ξύλινη πλατφόρμα ανέβαινε ένας άλλος κύριος και ξεκίναγε να μιλάει. Άλλες φορές ο πατέρας φόραγε τα καλά του, αυτό σπάνια γινότανε, πάντα με τα ρούχα της δουλειάς τον θυμάμαι το πατέρα μου, και όταν φόραγε τα καλά του ήταν για κάτι πολύ σημαντικό, όπωως γάμος βαφτήσια, ή το γλέντι που γινότανε μια φορά το χρόνο απο το σωματείο εργαζομένων. Έτσι υπήρχαν και κάποιες σπάνιες εμβόλιμες περιστάσεις που ο πατέρας φόραγε τα καλά του και έλεηγε στη μάνα να ντύσει και εμένα καλά και πηγαίναμε μαζί στη περίσταση. Ετοιμαζόμασταν και όταν ήμασταν και ο ιδυο στη πένα έλεγε στη μάνα μου να ανοίξει τη ντουλάπα αλλά της το έλεγε με ένα ύφος συνομοτικό σα να είχε η ντουλάπα ένα τεράστιο μυστικό που έπρεπε πολύ να προσέξουμε όλοι μας να μην ξεφύγει και δε μπορούμε να το μαζέψουμε ξανά. Άνοιγε η ντουλάπα και έβγαζε η μάνα μου κουβέρτες και παπλώματα και απο κάτω είχε κάτι παλιές χοντρές και πολύ βαριές κουβέρτες που εμένα καθόλου δε μου άρεσαν γιατί με τσίμπαγαν, και ο πατέρας μου έλεγε οτι αυτές είναι οι καλές κουβέρτες οι βελέτζες που ήταν παραδοσιακά φτιαγμένες απο φυσικό μαλλί απο γίδες. Τα έβγαζε λοιπόν όλα έξω η μάνα μου και τέρμα κάτω πλακωμένο μέσα σε μια νάυλον μεγάλη μπλε σακούλα απο το Δανηλάτο κάτι υπήρχε μες τη σακούλα. Έξεχε μοναχά ένα ξύλινο μακρί κοντάρι. Τράβαγε η μάνα τη σακούλα και τη βάσταγε σα το μεγάλο θυσαυρό. Έπαιρνε ο πατέρας τη σακούλα την άνοιγε και έβγαζε απο μέσα τη σημαία που ήταν διπλωμένη και δεμένη με ενα κορδονάκι. Η σημαία ήταν κόκκινη και το πανί της χοντρό σαν τα παντελόνια της δουλειάς του πατέρα, με τη διαφορά οτι αυτά ήτνα χακί χρώμα ενώ η σημαία κόκκινη σα να την είχε βάψει κάποιος με αίμα. Την άνοιγε και με προσοχή έλυνε το κόμπο που είχε με το κορδόνι που ήταν δεμένη και την ξεδίπλωνε. Την άνοιγε και μου έκανε εντύπωση, είχε κάτι χρυσά γράμματα θαρείς και ήταν απο 100 καράτια γραμμένα αυτά τα γράμματα. Τρία όλα και όλα, αυτά τα βλεπεις παιδί μου με ρώταγε, και εγώ απλά κουνώντας το κεφάλι μου επιβεβαίωνα το αυτονόητο, οτι βλέπω δηλαδή αυτά τα τρία γράμματα, Κ Κ Ε . ήταν τα τρία γράμματα γιατί κάθε φορά του έλεγα κάπα κάπα εεεεεε και το τρράβαγα το ε για να καταλάβει οτι ξέρω να διαβάζω... Γέλαγε αλλά ταυτόχρονα μου έλεγε, σώπα μη το φωνάζεις κιόλας. Είχε και ενα σήμα πιο πάνω που δεν ήξερα τι είναι και μου έλεγε ο πατέρας μου οτι το λένε σφυροδρέπανο και οτι με αυτό οι εργάτες όλης της γης θα αλλάξουν το κόσμο και θα τσακίσουν την εκμετάλευση ανθρώωπου απο άνθρωπο. Και μετά πήγαμε εκεί και ο κόσμος ήτνα πάρα πολύς και υπήρχαν και άλλες κόκκινες σημαίες με τα γράμματα και τα σφυροδρέπανα και γεμάτος περηφάνια ο πατέρας με έβαλε στη πλάτη του και με το ένα χέρι με βάσταγε μη πέσω και με το άλλο κούναγε περήφανα και γεμάτος καμάρι τη σημαία, και σήμερα έχω ακόμα την απορία, αν καμάρωνε για το γιο του ή για τη σημαία. Είμαι όμως σίγουρος οτι αν σήμερα με έβλεπε αγκαλιά με τη κόρη μου να βαστάμε την ίδια σημαια θα ήταν περήφανος για όλα, για τη σημαία, για μένα και για τη Κατερίνα. Σε αυτή τη μεγάλη συγκέντρωση είχα μάθει πως είχε έρθει ο Χαρίλαος, και εγώ δεν είχα γνωρίσει ποτέ κανέναν Χαρίλαο, ο οποίος έλεγε κάτι παράξενα λόγια και τα έλεγε και λίγο βλάχικα και πολλές φορές εγώ γέλαγα όπως μίλαγε αυτός ο ασπρομάλλης κύριος. Και μετά αφού τέλειωσε η ομιλία ο πατέρας με πήγε σε έναν κύριο που είχε το ένα του χέρι μάλλον κομμένο γιάτι το σκέπαζε με ένα σακακι και δεν κουνιόταν καθόλου, - αυτός είναι ο γιος μου του είπε - Σωστός αντάρτης απάντησε ο κύριος αυτός και μου έπιασε το κεφάλι, μείνανε για λίγο και λέγανε κάτι για το σωματείο και για κάποιους σπάστες και ξανά ο πατέρας μου είπε κάτι για τη Παναγία αυτωνών των σπαστών, Και μετά ο πατέρας μου πήρε εβα γκειφιτζούρι κόκκινο που είχε σχήμα κόκκορα και τον ρώτησα γιατί δε πάμε να φάμε σουβλάκι στο Κύπριο και μου είπε οτι τα λεφτά τα δώσαμε για τη συγκέντρωση και για το σωματείο. Και εγώ είχα μείνει ακόμα κολλημένος στα λόγια που μου είχε πει ο πατέρας όταν έλυσε τη σημαία, όταν έβγαλέ το θυσαυρό του απο τη σακούλα, οι εργάτες με αυτό το πως το έλεγε σφυροδρέπανο θα αλλάξουν το κόσμο, σαν κάτι να μου άρεσε στις λέξεις αυτές του πατέρα γιατί συνήθως ο πατέρας μου μίλαγε απλά και καθημερινά όπως οι περισσότεροι άνθρωποι στο χωριό μου, ενώ όταν έρχονταν οι Αθηναίζοι τα καλοκαίρια άκουγα μερικούς να μιλάνε αλλιώτικα και μου άρεσε να σου πω την αλήθεια. Λέγανε κάτι λέξεις που δε τις άκουγα απο το πατέρα μου ή απο τους άλλους στο χωριό και όσο ναναι είχαν μιαν άλλιώτικη χροιά, μέχρι που νόμιζα οτι ο πατέρας μου και οι άλλοι είναι χωριάτες και δε τη μιλάνε τη διάλεκτο της πόλης. Όσο περνάγαν βέβαια τα χρόνια ανακάλυπτα οτι αυτοί που μιλάγανε αλλιώτικα ήταν και αυτοί απο αυτούς που θα σας πω πιο κάτω, ήταν απο εκείνους που είχαν μια μανία να σου παίρνουν το σουβλάκι απο το πιάτο ή ακόμα και μέσα απο τα χέρια. Τώρα μη με ρωτάτε τι ακριβώς έλεγαν στις συναντήσεις που σας είπα πιο πάνω στο εργατικό κέντρο. Δε θυμάμαι να σας πω και μάλλον δε καταλάβαινα και Χριστό, αλλά μου άρεσε να πηγαίνω εκεί γιατί μετά το τέλος αυτής της παράξενης παράστασης ο πατέρας μου με κάποιους άλλους απο τη παρέα του πηγαίνανε στου Κύπριου, έτσι το λέγανε το μαγαζί, και τρώγανε σουβλάκια. Εκεί ο πατέρας μου συνήθως έπινε ενα ποτήρι κρασί που πολλές φορές το έσφιγγε τόσο πολύ που νόμιζα πως θα σπάσει και θα κόψει τα χέρια του. Ξεκινάγανε να μιλάνε με τους άλλους και ο πατέρας μου δεν έτρωγε σχεδόν ποτέ κανένα σουβλάκι και μίλαγε λέγοντας που και που κάτι το Χριστό και τη Παναγία των αλλωωνών. Ήταν βέβαια και κάτι άλλοι απο τη παρέα που δε μίλαγαν καθόλου και έτρωγαν τόσο γρήγορα που πολλές φορές δε προλάβαινα να πάρω δεύτερο. Αυτούς ειδικά δε τους συμπάθησα ποτέ μου. Περάσαν πολλά χρόνια απο τότε που πήγα τελευταία φορά με το πατέρα μου στα σουβλάκια στο Κύπριο αλλά συνεχίζω να φοβάμαι ακόμα εκείνους που δε μιλάνε καθόλου παρά παραμονεύουν σε μια γωνία σιωπήλοί για να βουτήξουν το σουβλάκι απο τα χέρια τα δικά μου ή άλλων ανθρώπων. Και να σου πω και μια αλήθεια ακόμα, εμένα δε με νοιάζει να μου το πάρουν το σουβλάκι γιατί με έκανε κάπως ανάποδα μεγάλο ο πατέρας μου και η μάνα μου και σκέφτομαι πολλές φορές οτι αυτοί οι τύποι είναι θρασύδειλοι και πάω και τους πιάνω στα πράσα και τους λέω ΕΠ ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ ΕΚΕΙ, και το βάζουνε στα πόδια. Το άσχημο όμως είναι οτι εγώ και άλλοι ανάποδοι σαν εμένα δεν μπορούν να είναι πανταχού παρόν, και αυτοί οι σιωπηλοί τύποι χωρίς να το καταλάβουν πάνε και κλέβουν το σουβλάκι απο το παιδί μου το παιδί σου, τα παιδιά του κόσμου, το κλέβουν απο εκείνον που εξαντλημένος έπεσε για ύπνο μετά απο πολλές ώρες δουλειάς. Κλέβουν το σουβλάκι απο τη μαμά που γράφει όλα τα έξοδα σε ενα παλιό χαρτάκι και βλέπει πως δε βγαίνει ο μήνας και κλείνεται να κλάψει βουβά στο μπάνιο μη τη δουν τα παιδιά της. Και εκεί τρυπώνει ο σιχαμένος σιωπηλά και κλέβει. Βλέπετε απο τότε μάλλον το έχω το κακό και δε θέλω να μένω σιωπηλός και να κοιτάζω να μας κλέβουν το σουβλάκι απο το χέριμ είτε το δικό μου είτε το ξένο. Θα φταίει μάλλον και ο πατέρας μου που στις κουβέντες αυτές συνίθιζε να μου λέει απότομα σήκω παιδί μου σήκω να πάμε στο σπίτι μας, περιμένει η μαμά, ετούτοι εδώ το πουλήσανε φθηνά το τομάρι μας. Και μετά απο χρόνια ενα βράδυ μεθυσμένος η Κατερίνα μου είχε πει δυνατά μέσα απο τα ηχεία '' μη ξεπουλήσουμε φθηνά το τομάρι μας ρε'' και μου είχε χαλάσει το μεθύσι αλλά και όσα μέχρι τότε σκεφτόμουνα για το τομάρι μου γενικά. Και τα χρόνια περάσανε και ακόμα μάλλον παλεύω να βρω τα νοήματα στα λόγια εκείνα, στα τρία αυτά γράμματα που η ιδεολογία που τα περικλείει με καθόρισαν σαν άνθρωπο και θα μπορούσα να πω οτι με γλύτωσαν και απο τα στραβά και τα ανάποδα του μυαλού μου, με καθόρισαν σαν άνθρωπο για να έχω μια συγκεκριμένη στάση απέναντι σε εκείνους που κλέβουν το σουβλάκι απο τα χέρια των παιδιών. Στο σύμβολο αυτό που με το σφυρίο και το δρεπάνι ακόμα προσδοκώ οι εργάτες να κατανοήσουν την αξία του και να το πιάσουν στα χέρια ώστε να κάνουν το κόσμο καλύτερο. Ξύπνησα στις 10 σήμερα και απο χθες είχα σκοπό να ξυπνήσω τη Κατερίνα και να πάμε για βιβλία. Την ξύπνησα και ενώ ετοιμαζόμασταν την ακούω να λέει, όχι ρε πούστη μου. Τι έγινε την ρώτησα. Σταμάτησαν το μπαμπά της Ντίνας απο τη δουλειά, τι θα κάνουν τώρα, η Ντίνα δείνει εξετάσεις φέτος ρε μπαμπά. Μην ανησυχείς της απάντησα αλλά αυτό για να κρύψω αυτά που μέσα μου έλεγα για το Χριστό και τη Παναγία αυτωνών που ''σταματάνε '' το μπαμπά της Ντίνας και το κάθε μπαμπά απο τη δουλειά. Συζητάγαμε σε όλο το δρόμο. Δεν είχε καθόλου όρεξη. Με ρώτησε, '' μπαμπά αν δεν σου ανανεώσουν τη σύμβαση στο νοσοκομείο τί θα κάνεις??? Μη φοβάσαι της απάντησα και πάλι, θα κουβαλάω ξανά μπουκάλες. Όχι μπαμπά όχι πάλι μπουκάλες θα βρω εγώ δουλειά αν χρειαστεί μου είπε. Χαμογέλασα και της είπε οτι δε θα χρειαστεί ενώ εκείνη την ώρα το ραδιόφωνο έπαιζε Μίκη για την επάτειο του θανάτου του Έτσι απόψε κάθισα για λίγο μπροστά στην οθόνη και περιμένω να ολοκληρωθεί η συναυλία που πήγε για να τραγουδήσει με τους φίλους της για ένα κόσμο που κανένας μπαμπάς δεν θα χρειαστεί να σταματήσει να δουλεύει και κανένα παιδί να δουλέψει για να σπουδάσει, και γενικά κανένας κύριος σιωπηλά να μην πάρει το σουβλάκια μέσα απο τα χέρια μας. Είδα και το βίντεο των αγωνιστών στη Μαλαματίνα πουαντιμετώπισαν τους πραίτορες για ακόμα μια φορά, οπότε είπα να γράψω 2 λόγια. ΥΓ. Η συγκέντρωση είχε γίνει με ομιλητή το Χαρίλαο Φλωράκη ενώ ο κύριος με το σακάκι το ριγμένο στο χέρι του ήταν ο Δημήτρης Σάρλης ( καπετάν Αχιλλέας), ενώ οι σπάστες ήταν οι απεργοσπάστες.

Στη Βαστίλη για διακοπές!!!

Από που να το πιάσεις κ πως να αρχίσεις να λες κ πάλι μια από τα ίδια. Θα σε πουν γραφικό. Μας κουρασες ρε μλκ θα ακούσεις να σου λενε. Πως είναι δυνατόν να μας λες ξανά κ ξανά τα ίδια κ τα ίδια. Έχεις την εντύπωση πως εμείς δε τα κατανοουμε? Μπαμπά, μπαμπά ξύπνα. Είναι 11 η ώρα. Καλα παιδί μου σηκώνομαι. Το κεφάλι είναι βαρύ και έχεις ένα πιάσιμο στον αυχένα. Με βαραγε ο ανεμιστήρας το βράδυ κ οι παρωτιδες μου δεξιά είναι πρησμένοι. Πλύσιμο τα μούτρα βούρτσισμα τα δόντια. Βερμούδα μπλούζα ποδεση κ είμαι έτοιμος. - Και τώρα που ξύπνησα τι θα κάνουμε ματιά μου? -Πάμε βόλτα με το αμάξι μπαμπά εχω να σου βάλω νέα τραγούδια να ακούσεις. - Και δε τα ξέρω? -Μπα δε τα έχεις ακούσει. Ξεκινάμε από Ίλιον μέχρι να φτάσουμε στη Λιοσίων έχω ακούσει 3 τραγούδια που γνωρίζω αλλά δε της το λέω. Με πιάνει το φανάρι έξω από ένα μπουρδελο στη Λιοσιων εκείνη την ώρα μου λέει "άκου ένα καινούριο" το ακούω κ μ αρέσει πολύ. Όντως καινούριο και ο στίχος είναι καλός. -Σαρεσε η συναυλία εχθές? -Ναι ήταν πολύ ωραία είχε παλμό, τραγούδαγα τρεις ώρες. Και θυμήθηκα τα δικά μου στο κάστρο της Χαλκίδας συναυλίες με το ξάδερφο αλλά κ άλλους φίλους μου. Εκεί στα 16 17 χρόνια σκαστός πολλές φορές, άγχος για να πάω άγχος για να γυρίσω. Κ μια φορά το αμάξι έμεινε στο δρόμο μετά την Ερέτρια. Τι να δικαιολογησεις... Τα χρόνια περνάνε. Η Κατερίνα πάει σε live κ εγώ είμαι απέξω κ περιμένω. Εχθές 2 κορίτσια φιλιούνται με πάθος εξω από τη τεχνοπολη εγώ πιο πίσω, ενώ μπροστά μου ένας άλλος μπαμπάς. Φαίνεται νευρικός. Γυρνάει το κεφάλι του κ βλέπει τον έρωτα των κοριτσιών στο φιλί τους. Φρικάρει. Βγάζει το τηλέφωνο βιαστικά από τη τσέπη. Το βάζει στο αυτί. -Γρήγορα... -Τσακισου. -Είμαι απέξω, σε περιμένω. Δε ξέρω τι απάντηση πήρε. Τα κορίτσια σταματάνε να φιλιούνται κ γελάνε... Εκείνος απομακρύνεται μην κολλήσει τίποτα από τον έρωτα κ πάει μπροστά στην είσοδο-έξοδο. Για φαντάσου. Ένα φιλί μπορεί να χαλάσει το βράδυ ενός παιδιού σε μια συναυλία. Ένα φιλί αγνώστων ανθρώπων. Μα είναι φιλί ανάμεσα σε ανθρώπους του ίδιου φυλου. Και εσένα τι σε νοιάζει? Άκουσα τη παπατζα που είπε ο Μητσιάς. Μου θύμισε το πατέρα μου. Θεωρώ ότι πρέπει να κρίνουμε τα πράγματα σύμφωνα με την ιστορική τους περίοδο, και τους ανθρώπους σύμφωνα με την ηλικία τους. Δεν είχα απαίτηση ο πατέρας μου να δεχτεί τους ομοφυλόφιλους. Να μη προκαλούν μου έλεγε. Λες κ μας ρώτησαν εμάς αν εμείς τους προκαλούμε. Λες κ πρέπει σε όλα να βάζουμε το κριτήριο της πρόκλησης κ της ορθής συμπεριφοράς. Είδαμε κ αυτούς με τα κοστούμια κ τις γραβάτες. Οι πιο ηθικοί άνθρωποι που γνώρισα ήταν κάτι πουτανες που ερχόντουσαν να φάνε στο φαστ φουντ που δούλευα στον Άγιο Παντελεήμονα μόλις σχολουσαν. Επίσης ακόμα πιο ηθικοί ήταν οι δύο τραβεστί από τη Πάτρα. 2 μέτρα παλικάρια όταν ερχόντουσαν πριν πιάσουν δουλειά, τους ζηλεύες. Λεβέντες κ ας γελάτε, 2 παλικάρια που θα μπορούσαν να έχουν οποία γυναίκα θελαν. Ε το θέμα ειναι ότι δε θέλανε γυναίκα ρε Μάγκα μου τι να κάνουμε. Ένα βράδυ αργά κατά τις 2 μπαίνει μια τραβεστί στο μαγαζί, μου λέει πεταχτά "φτιάξε μου ένα σάντουιτς περιποιημένο και επιστρέφω" χαμπάρι δε πήρα. Έμπαιναν έτσι κ αλλιώς λογίων λογίων άνθρωποι. Δεν έδωσα βάση. Σε 20 λεπτά έρχεται ο ένας από τους 2 λεβέντες πατρινούς. -Ρε συ μου το ετοιμασες το φαγητό? -μωρέ Λεφτερη χαζεψες? Ποιο φαγητό? -μωρέ τζαζλο είσαι εσύ... Δε με κατάλαβες δηλαδή μου απαντά? Κάνω το συνειρμό... Μου βγαίνει μόνο ένα -τι λες ρε πουστη... Ε όχι κ πουστης μου απαντάει... Κοτζάμ καυλομαξιλαρο... Καναμε παρέα για κάνα 2μηνο. Χάθηκαν μετά δε ξέρω που κατέληξαν. Μου μάθανε καλιαρντά. Τα μίλαγα καλά αλλά τα ξέχασα. Η φιφα και η γουδα... Οι τεκνιτσες οι καζαμπλανκες και οι ακουραβελτες... Γλώσσα που δε μιλάς ξεχνιέται λένε. Έτσι κ τα Γαλλικά μου τα άφησα σε πτυχίο στο τοίχο... Ενα άλλο ξημέρωμα κατά τις 6 νύσταζα. Μπαίνει μέσα η Μαρία. Γνωστή πορνη από σπίτι στον από πάνω δρόμο. Από πίσω της τρέχει ένας μπάρμπας κ του τρέχουν τα σάλια. Γιώργη σώσε με από αυτό το ραμολιμεντο κ θα κερνάω για ένα μήνα πιπες. Ρε μλκ τι έπαθες της λέω... Γεροντοερωτας μου λέει... Θέλει να με σώσει από το μπουρδελο. Τον προγγιξαμε το γέρο. Έμεινε η Μαρία εφαγε. Σχόλασα στις 7, θέλω βόλτα με τη μηχανή μου λέει. Πήγαμε για καφέ στο ΜΟΝΑΣΤΗΡΆΚΙ. Πλατεία Αββυσηνιας με τους πάγκους από τα παλιατζιδικα να στήνονται εκείνη την ώρα. Πάνε και 22 23 χρονια πια. Πάμε σπίτι μου μου λέει. Ρε Μαράκι μια χαρά παρέα κανουμε, δε το έχω γω με τα πληρωμένα κ τα κερασμένα. Κάτι πάει λάθος στο δικό μου κεφάλι κ η καυλα ξεκινάει από το πάνω κεφάλι. Μείναμε φίλοι για καιρό κ οπότε με έβλεπε μου έλεγε σου χρωστάω κέρασμα... Δε χρωστάς τίποτα της απαντουσα. Ένα άλλο βράδυ μπαίνει στο μαγαζί γνωστο κορίτσι της γειτονιάς που τη κοιτάζω κ με κοιτάζει κάθε φορά. Είμαι έτοιμος εκείνο το βράδυ να της ζητήσω τηλεφωνο. Facebook τότε δεν υπήρχε πάρα μόνο mirc αλλά τρέχα γύρευε. Της ετοιμάζω φαγητό κ της ζητάω τηλέφωνο... Μου χαμογελάει. Γράψε μου λέει... 697......... Εκεινη την ώρα κ πριν μου πει όλο τον αριθμό μπαίνει στο μαγαζί Ο Μισελ... Ο Μισέλ ηταν τότε 60 χρόνων είχε gay bar στο Κολωνάκι κ φράγκα πολλά. Μωρό μου πόσο καιρο θα είμαι τρελαμένος μαζί σου??? Φωνάζει δυνατά κ με κοιτάει. Το κορίτσι που ψήνω γυρνάει τον κοιτάει κ γυρνάει κ κοιτάζει κ εμένα. Η φάτσα μου έχει παγώσει. Τι λες ρε νούμερο του απαντάω. Η κοπέλα δε μου δίνει το τηλέφωνο κ φεύγει χωρίς να πάρει το φαγητό της. Δεν ξαναπέρασε από το μαγαζί. Όχι όσο δούλευα εγώ. Από τα νεύρα μου πέταξα στο Μισέλ τη σπάτουλα που βάζουν βούτυρο. Μωρό μου θα με σκοτώσεις με τόσο βούτυρο από τη χοληστερίνη, μου απαντάει κ γελάει μανιασμενα. Εγώ δε ξέρω τι να κάνω κ βάζω κ εγώ τα γέλια. Με το Μισέλ έκανα τις πιο σπουδαίες κουβέντες αναφορικά με επιχειρήσεις κ αυτοκίνητα. Με πείραζε συχνά αλλά ήξερε πού είναι το όριο της πλάκας. Έχω ιστορίες να λέμε μέχρι αύριο. Σκοπός είναι να κατανοησουμε όλοι οτι πουστη δε κανει κάποιον ή ερωτική του κατεύθυνση αλλά το πως φέρεται στους άλλους. Ομοφυλόφιλος ή όχι καθένας έχει το δικαίωμα στην επιλογή του. Αναφορικα τώρα με το πως προκαλεί κάποιος εγώ έχω να πω τούτο. Προκλητικό για μένα είναι να πάω να βάζω 20 ευρώ βενζίνη κ το αμάξι να σκάει στα γέλια, προκλητικό είναι το σουβλάκι να κάνει 1500 δραχμές. Προκλητικό ειναι να έρχεται ο λογαριασμός της ΔΕΗ κ ο κόσμος να κάνει χαρακίρι. Το γεγονός ότι 2 άνθρωποι φιλιούνται κ αγκαλιαζονται δεν είναι προκλητικό αλλά ανθρώπινο. Τώρα αν σας θίγουν το δικό σας αξιακο κώδικα τότε οκ μη σκατε. Κάποια μέρα η γη θα έχει ξεβρωμισει από μένα κ από εσάς. Είναι νομοτελειακο ο κόσμος να προχωράει μπροστά. Οπότε ας ελπίσουμε η νέα γενιά να μην έχει τις αγγυλωσεις του παρελθόντος αναφορικά με τις επιλογές του διπλανού της. Επίσης να μην ψηφίζει ηλιθιους από όπου κ αν προέρχονται. Ακούστε κ το τραγουδάκι... Μου είπε η μικρή ότι είναι καινουριο. Υγ1. Αλλα πήγα να γράψω κ αλλού κατέληξα. Έτσι μόνο κ μόνο για να προκαλέσω φαίνεται... Να προκαλέσω τη βλακεια που μας δέρνει. Μπορούμε να βγούμε τωρα έξω κ να βρίσουμε με μανία το πουστη κ τη λεσβια. Το κολοαλβανο κ τον ανάπηρο. Να βγάλουμε το μίσος κ τη βρωμιά που μας πνίγει στο πρόσωπο του παιδιού που πουλάει λουλούδια στα φανάρια. Κ αφού τα κάνουμε όλα αυτά να βάλουμε ένα κοστούμι κ να πάμε στον εσπερινό κ να κάνουμε έναν μεγάλο σταυρό. Την επομένη να πάμε σα καλοί πιστοί να πληρώσουμε τη ΔΕΗ αφού βάλουμε τη βενζίνη με 3 ευρώ στο αμάξι 20ετιας με όνειρο να πάρουμε ένα ηλεκτρικό με επιδότηση. Υγ2. Αν θα με ψάξεις, θα'μαι στη πύλη... Θα ονειρεύομαι να κάψω τη Βαστιλη...

Το σκατό να το κάνετε παξιμάδι... Και καλή μας όρεξη.

Μέσα του Ιούλη, έφτασε η ώρα να βγούμε απο τις τρύπες μας. Με σβηστά τα φώτα λόγω κόστους και τις μηχανές μας στο ρελαντί μιας και τα καύσιμα είναι στο Θεό θα εκραγούμε ξανά. Είναι η ώρα που ο κάθε συνειδητοποιημένος πολίτης θα ξεσπάσει. Αγανακτήσαμε για μια ακόμα φορά στα τελευταία χρόνια. Πέσαμε ξανά απο το αφράτο και αναπαυτικό μας συννεφάκι, θα γεμίσουμε το διαδίκτυο με Μητσοτάκη γαμιέσαι ενώ ο Μητσοτάκης τα ξύνει τα αχαμνά του σε ενα απο τα δεκάδες σπίτια του ανα το κόσμο και θα αισθάνεται οτι ο κόσμος τον δοξάζει σαν νέος Ναπολέων. Θα συνεχάνε οι γελοίοι υπουργοί του να βγαίνουν στα κανάλια και τα ραδιόφωνα και θα μας κουνάνε το δάχτυλο δεικτικά και επικριτικά για να θυμώνεις περισσότερο. Και θα φτάσει η ώρα που δε θα αντέξεις άλλο τα νεύρα σου θα σηκώσεις το βαρύ γυάλινο τασάκι απο το τραπέζι που είναι μπροστά στο καναπέ σου και με δύναμη θα το πετάξεις στην 55 ιντσών τηλεόραση που αγόρασες με 150 άτοκες δόσεις. Μέχρις εκεί θα φτάσεις. Μετά θα κλάψεις πικρά και θα χτυπιέσαι για το λάθος σου, θα μετανιώσεις που τα νεύρα σου δεν ελέγχονται πια και θα αποφασίσεις να κοιμάσαι νωρίς το βράδυ και να πίνεις λιγότερους καφέδες. Να πέσει η κυβέρνηση να ξεβρομίσει ο τόπος. Να φύγει η βρώμα μαυρίλα της δεξιάς, το ακούς να το λένε φωναχτά πια στα καφενεία και στις γειτονιές οι γυναίκες κόσμια να λένε να φύγει ο γρουσούζης, το γκαντέμης, ο τρισκατάρατος. Μαζί σας και εγώ να φύγει, να πάει στα τσακίδια και να μη ξαναγυρίσει. Να πάει να ζήσει μια ήρεμη ζωή σε μια του έπαυλη και να ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις και τα ακίνητά του, το ερώτημά μου όμως παραμένει εκεί και ψάχνει απάντηση. Αυτός να φύγει να πάει στα γαμίδια και παραπέρα... Μετά ... Ποιος και τι ??? Ο Αλέξης??? Θα φέρει ξανά την ελπίδα??? Θα την πιάσει απο τα μαλλιά και βάζοντάς την στα τέσσερα θα τηγ θωπεύσει και πάλι κάνοντας μεταμεσονύκτιες διαπραγματεύσεις για την αξιοπρέπεια των Ελλήνων??? Θα συνεργαστεί ξανά με κάποιον ακροδεξιό εσμό??? Θα συνεργαστεί με το Νίκο τον Ανδρουλάκη που τους βάζει όλους κάτω με το πόθεν έσχες του αλλά τα έβγαλε τίμια και με ιδρώτα??? Θα πάρει ο Αλέξης ξανά τη φρασεολογία της αριστεράς και θα πουλάει φούμαρα με το κόσμο να περιμένει την ελπίδα να φτάσει σε οργασμό... Βάλαμε το Λιγνάδη να κάνει babysitting σε ανήλικα αγόρια... Αυτό έχουμε πάθει. Βάζουμε αργά αργά στα ακροδάχτυλά μας αλοιφή για το πιάσιμο στη πλάτη και μετά ξύνουμε τα παπάρια μας μέσα απο το χεσμένα μας βρακί. Όλοι μας όμως ωραίοι και τίμιοι με την αποψάρα μας και τη κριτική μας πανέτοιμη. Οι ταβέρνες λένε είναι γεμάτες και τα νησιά βουλιάζουν απο τουρίστες. Το αμάξι μου έχει τα μισά μου χρόνια αλλά τριγύρω βλέπω συνεχώς ηλεκτροκίνητα μέχρι και πυρηνοκίνητα αυτοκίνητα με 6ψήφιο νούμερο αγοράς... Αλλά δε γαμιέται εγώ είμαι ενας μαλάκας και δεν ξέρω το τρόπο και το κόλπο. Όλοι το λένε, οι Έλληνες δεν ήταν ποτέ φτωχοί, όλοι είχαν λεφτά κρυμμένα σε σεντούκια και παπλώματα. Τα ακούω και ντρέπομαι, πρώτον γιατί μας έφαγε το σεντούκι ο σκόρος και δεύτερον γιατί αναγκαστικά είμαι και εγώ ένας τέτοιος. Όχι πλούσιος με λεφτά, σκέτο Έλληνας... Καίγεται ξανά ο τόπος. Και να σου πω την αλήθεια, δε με νοιάζει καθόλου, ναι ειλικρινά στο λέω. Και απορώ γιατί σας βλέπω να έχετε βγει στα κάγκελα. Είστε υποκριτές. Ούτε εσας σας νοιάζει. Αφού το σπίτι μου δε καίγεται, δε καίγεται ούτε και το δικό σας τότε σιγά μη σκάσω. Καλά δε τα λέω??? Τί όχι , πώς όχι. Μη μου λέτε πως με τις εικόνες απο τη τηλεόραση και το διαδίκτυο μαυρίσατε ξανά, δε θα τοπ αντέξω αλήθεια. Λέτε ψέματα και πάλι. Γιατί αν πραγματικά όπως το λέτε νοιάζεστε τότε συγχρόνως πρέπει και να αγανακτείτε και άμα αγανακτείτε πρέπει και να ξεσηκώνεστε και να αντιδράς. Ακόμα να καταλάβεις. Θα στο πω απλά. Πέρυσι και πάλι κάηκε ο τόπος και ξανά ήσουν να σκάσεις και μαύρισες. Μετά οι πυροσβέστες βγήκαν στο δρόμο, οι ήρωες ντε, έκαναν πορεία για να διεκδικήσουν τη ζωή και την αξιοπρέπειά τους. Και η κυβέρνηση έβγαλε τις αύρες και τα Ματ και τους τσακίσανε στο ξύλο. Και εγώ και εσύ, οι δήθεν μαυρισμένοι και αγανακτισμένοι θυμώσαμε και φωνάξαμε ξανά Μητσοτάκη γαμιέσαι. Και το φωνάξαμε πολλές φορές παντού, ακόμα και στα γήπεδα, στα θέατρα και σε συναυλιακούς χώρους. Μαλακίες κάναμε αδέρφια. Δε πήραμε στα χέρια τις βοιδόπουτσες και να βγούμε στο δρόμο και να τους πάρει ο γεροδιάολος, γιατί ναι μεν καταδικάζετε τη βία, αλλά μόνο αυτή που μπορείτε να προκαλέσετε, εκείνη τη βία τη καθημερινή, της ακρίβειας της ανομίας και της εκμετάλλευσης την ανέχεστε μια χαρά και όχι μόνο δεν αντιδράτε αλλά στήνεστε για να τη τρώτε βολικά στα τέσσερα και χωρίς λιπαντικά. Αναθέματα και καύλα απο την επανάσταση που προσφέρει η όψιμη διαδικτυακή επαναστατικότητα της ηλεκτρονικής ευημερίας. Πιο πριν είχαμε τους υγειονομικούς. Βγήκαμε στα μπαλκόνια και βαράγαμε για τους μαλάκες παλαμάκια.( ναι ναι καλά διαβάζεις μαλάκες και μάλιστα με κομματική ταυτότητα, ενα μεγάλο μέρος τους), γιατί αν δεν ήταν έτσι δε θα καθόντουσαν έρμαια του Πλεύρη και του κάθε Κικίλια 2 χρόνια με υποσχέσεις για μόνιμες θέσεις που εξελίσσεται σε φιάσκο απο τα λίγα. Στα μπαλκόνια λοιπόν με παλαμάκια και για κείνους και μετά ξύλο με το βούρδουλα και απολύσεις για τους αντιδρώντες. Χρυσή ευκαιρία ο Covid για τους κατά τόπους σφουγγοκωλάριους των αρχόντων, να βολέψουν ενα τσούρμο δικά τους παιδιά σε κάποια μονάδα υγείας. Δεν έχει σημασία που εν μέσω πανδημίας προσλαμβάνεις κόσμο που δεν έχει ιδέα, δεν έχει σημασία που ο κόσμος αυτός πολλές φορές δε θέλει να μάθει, δεν έχει σημασία που ο κόσμος αυτός δεν ξέρει αλλά νομίζει οτι ξέρει. Σκοπός είναι να πιάσουμε τη θέση, να τη δέσουμε και μετά δε μας πιάνει κανείς συμπεριφερόμαστε λες και το μαγαζί μας ανήκει και κάνουμε και τα κουμάντα μας. Ο ιδιωτικός τομέας υγείας πάντως την έχει βγάλει ζάχαρη μέσα στη πανδημία, γέμισε ο τόπος με νέα διαγνωστικά και υπηρεσίες υγείας. Στην άλλη μεριά οι γιατροί που πάνε στα νησιά να αναλάβουν υπηρεσία σε δημόσιες δομές παραιτούνται γιατί δε βρίσκουν κατοικία για να μείνουν. Και οι νησιώτες δε σκάνε γιατί όπως όλοι παραδέχονται η βαριά μας βιομηχανία είναι ο τουρισμός. Να μαζέψει λεφτά ο βιομήχανος του τουρισμού και μετά το κράτος να κόψει μισθούς και συντάξεις απο τους φτωχούς ώστε να αγοράσουμε βαπόρια και αεροπλάνα. Να προσλάβουμε νέους παπάδες για να προσεύχονται για το καλό μας. Να προσλάβουμε μπάτσους για να μας βαράνε σε δρόμους και πεζοδρόμια, σε στα θέατρα και στα γήπεδα. Να φτιάξουμε ειδικές ομάδες για να ξυλοφορτώνουν και να πυροβολούν τα παιδιά μας στα σχολεία και τα πανεπιστήμιά τους. Να έχουμε παιδογάμηδες και δολοφόνους να κυκλοφορούν ελεύθεροι, εμπόρους ναρκωτικών να κατέχουν τα media εσύ αν δε πληρώσεις μια δόση στον ΕΝΦΙΑ να κινδυνεύεις να χάσεις το σπίτι και το τρύπιο το βρακί σου. Η πραγματικότητα είναι μια και ας μη σαρέσει. Η πραγματικότητα είναι αυτή που μας προβάλουν και δε μας προσβάλλει καν. Πραγματικότητα είναι η Πισπιρίγγου, ο πόλεμος του Πουτιν ( που τον γαμήσαμε με τα μέτρα που πήρε η Ευρώπη), και οι παιδογάμηδες με τους ακριβοπληρωωμένους δικηγόρους. Η πραγματικότητα είναι οτι κουμάντο κάνουν όσοι μας ταΐζουν αυτά που εμείς τρώμε σαν σανό, ούτε δικαιοσύνη υπάρχει ούτε και πολιτεία. Το μόνο που θα μας σώσει είναι η κοινωνία, ο δίπλα μας, ο ένας τον άλλον. Περιμένεις να φύγει ο ένας σωτήρας για να του πάρει τη θέση ο άλλος. Κάτσε σιωπηλός και περίμενε καρτερικά. Όταν θυμώνεις τόσο που δεν αντέχεις βρες μια κάμερα και βγάλε την αγανάκτησή σου, φώναξε Μητσοτάκη γαμιέσαι. Θα αποδείξουμε όλοι μαζί ότι όσα ζούμε θλιβερά και δύσκολα μας αξίζουν. Μετά στωικά και με θρησκευτική προσήλωση θα μαζευτούμε θα γονατίσουμε θα πούμε μη χειρότερα, θα κάνουμε το σταυρό μας και θα προσευχηθούμε... ΥΓ. Τον Σαββόπουλο τον σιχαίνομαι... Αλλά κάτι ξέρει και αυτός ο σιχαμένος...

31 Αυγούστου 2022

Ανέκαθεν θεωρούσα προσβλητικό να μιλάς άσχημα για νεκρο. Πέρα από το προσβλητικό του πράγματος ειναι και ανόητο αν το δεις διαλεκτικα. Τι νόημα εχει δηλαδή να πεις κάτι για κάποιον που πλέον δεν μπορεί κ να απαντήσει. Σκοπός είναι όσα λέμε και η κριτική μας να γίνεται κατά τη διάρκεια του βίου κάποιου. Μετά το τέλος, ο νεκρός δεδικαιωται... Ειδικά αν πρόκειται για τύπους σαν τον αποβιωσαντα Γκοργκι... Τον τελευταίο (όπως αναφέρεται) ηγέτη της ΕΣΣΔ. Αυτός λένε καταδίκασε σε οπισθοδρομηση, αυτός φταίει για όλα, αυτός τα έκανε ολα. Μονάχος του. Δεν υπήρχε βλέπεις ΚΚΣΕ, δεν υπηρχε ΚΕ. Δεν υπήρχαν εργατικά συμβούλια. Δεν υπήρχε τίποτα και ξαφνικά αυτός ήταν ο σατανάς ο ιδιος. Και εμείς εδώ σαν καλοί ιδεαλιστες τον κράξαμε εν ζωή και τον κραζουμε κ πεθαμένο. Λες και ήμασταν σωστοι και άριστοι. Μας παίρνει κάνα πεντάρι δεκαετίες για να βάλουμε σε τάξη και σειρά τα δικά μας στραβά και ανάποδα και ξαφνικά έχουμε και άποψη, κατόπιν εορτής, και για όσα συνέβησαν εκεί, κατόπιν πάλι εορτής. Ήμουν ακόμα μαθητής γυμνασίου μάλλον τρίτης τάξης. Λεφτά πολλά δεν υπήρχαν για να αγοράζω βιβλία όπως σήμερα (όχι ότι υπάρχουν πολλά λεφτά, απλά αγοράζω πλέον πολλά βιβλία), οπότε και κατάπινα αμασητο κ χωρίς δεύτερη σκέψη ότι έπεφτε στα χέρια μου. Είχα μάλλον διαβάσει από 2 και 3 φορές τα κόκκινα πανοδετα βιβλια του πατέρα που ήταν συλλογή Λουντέμη και Καζαντζάκη και είχα βρει κάτι αρχαίες κομεπ. Τις διάβασα κ αυτές κ ξαφνικά βρίσκω θαμμένο ένα βιβλίο με τίτλο "Σοβιετική νεολαία κ περεστροικα". Δε θυμάμαι ποιανού ήταν αλλά διαβάζοντας το άρχισα να απορώ... Ρώτησα το πατέρα. Μάλλον κάτι μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του σε στυλ " τόσο μας έφτανε η σκέψη τόσο κάναμε" αλλά απάντηση δε πήρα. Το μακαρίτη τον ειχα για τέτοιον (για μακαρίτη) από τότε που τον είδα περιχαρή να διαφημίζει πίτσες και να αγυρτα ανά το κοσμο μαζεύοντας δολάρια για τα στέρνα του. Αυτόν και κάτι όμοιους του σα το Σεβαρνατζε. Άσχετα που μερικοί δικοί μας ακόμα κ τώρα δεν έχουν αναγνωρίσει την αδυναμία τους στη κριτική ούτε καν την ανοησία και μεγάλη αντίθεση στην προσωπολατρεία στα πλαίσια του διαλεκτικου υλισμού. Από το Δεκέμβρη του 1991 έχουν περάσει σχεδόν 31 χρόνια οπότε σήμερα ας αφήσουμε το μακαρίτη στη λήθη του χρόνου και στην ανυπαρξία στο πολιτικό γίγνεσθαι του μυαλού των λαών της πρώην ΕΣΣΔ. Όλοι παίρνουν όσα τους αξίζουν κατά τη ζωή αλλά και κατά το θάνατο τους, όλοι μετριωμαστε για όσα καναμε πριν, μετά. Οπότε ας δούμε τι θα κάνουμε εμείς για να κανουμε ένα κόσμο καλύτερο όσο ζούμε και ας ελπίσουμε όσα κάνουμε να είναι τέτοια που όταν θα φύγουμε οι από πίσω μας να μην κατουρανε στο τάφο μας κ να μη χέζουν στη τιμή μας.

28 Αυγούστου 2022

Μου έστειλες ένα μήνυμα που δε διάβασα ποτέ μου. Δε το διάβασα γιατί ήμουν σίγουρος για όσα θα μου έγραφες. Μια παράκληση, μια υπόσχεση, και μιαν αναμνηση. Σταλμενο να υπηρετεί και αυτο τις τύχες μας, σαν τότε που έτρεχα χωρίς συναίσθηση στα θερινά αλώνια, κυνηγώντας μιαν μπάλα μισοξεφουσκωτη παρέα με άλλους που κυνηγούσαν ανεμόμυλους. Δεν άνοιξα το μήνυμα σου γιατί φοβήθηκα μην με βάλεις σε σκέψη και θυμηθώ όλα όσα εγώ σου έταξα να μην κάνω. Όλα εκείνα που με στοίχειωναν μεγαλώνοντας και όλα εκείνα τα δεινά που πέρασα και είχα υποσχεθεί να μην περάσω. Βλέπεις τα χρόνια περνώντας αλλάζουν τη συνέχεια εκείνη της σκέψης και σαν ένα ποτάμι ορμητικό αλλάζουν τις χωματενιες οχθες. Και παλεύεις με αναχώματα να ορίσεις το δρόμο του νερού αλλά σαν φουσκώσει δεν την ορίζεις και η τύχη σου γίνεται και εκείνη ορμητικη κ ακαθοριστη και εκβάλλει όπου βρει αδυναμίες να κλειστεί. Μου έστειλες ένα μήνυμα μα εκείνη την ώρα δεν το διάβασα γιατί ήμουν με όσα αγαπάω βαθειά και αμετάκλητα. Ήμουν ανάμεσα σε νερά τρεχούμενα και ορμητικα κάτω από αιώνια πλατάνια βουτωντας τα πόδια μου μές το νερό που κατέβαινε από το βουνό. Παγωμένο, τόσο, που μούδιασε τους αστραγάλους μου. Παγωμένο τόσο που η θερμή της καρδιάς της εφηβης Κατερίνας δεν μπόρεσε να το ζεστάνει. -Νομιζω πως σταματάει το αίμα να τρέχει από το κρύο μου είπε. Γελάσαμε και βγήκαμε να δούμε το τοπίο. Δεν άνοιξα το μήνυμα σου γιατί πλάι μου μες την αγκαλιά μου χώθηκε η ζωή μου όλη που τη συνάντησα όταν ακόμα το μυαλό έτρεχε σαν ποταμός και από τότε καθόρισε τις οχθες και με ορμηνιες μαλώματα και φτιαξιές από μαγικούς κόσμους ορίσαμε ένα μέλλον κοινό και αγαπημένο. Δεν άνοιξα το μήνυμα γιατι μπήκαμε στο αμάξι κ η επιλογή της μουσικής ανήκει στην εφηβεία. Το τραγούδι ξεκινάει. Τα τύμπανα μου θυμίζουν τη δική μου παιδικότητα. Ξημέρωμα ήταν γύρω στις 6 το πρωί. Κυριακή πρωί δεν περιμένεις να ακούσεις τη καμπάνα της εκκλησίας τόσο νωρίς. Μα ο χτύπους της είναι αλλιώτικος νταν και ένα κενό και ξανά ακόμα ένα νταν. Και συνεχίζει έτσι για ώρα. Θλιβερός αυτός ο χτύπος. Όσοι είναι μεγάλοι τον γνωρίζουν κ όσοι είναι πολύ μεγάλοι τον φοβούνται. Δε ξέρουν πότε ο χτύπος θα τους ανήκει. Και ας ξέρουν πως δε θα το μάθουν ποτέ πότε για εκείνους θα σημάνει. Το παιδικό δωμάτιο είναι κοντά στο καμπαναριό και η καμπάνα σαν να βαράει μες το μαξιλάρι μου που έχω αγκαλιάσει με τρόπο που καλύπτει τα αυτιά μου. Να μην ακούσω, αλλά είναι τέτοια η βροντη που κάθε νταν είναι κ ένας κεραυνός που σκάει δίπλα μου και με καλεί να σηκωθώ. Σε λιγη ώρα ακούγονται φωνές από το δρόμο. Οι λέξεις δεν είναι καθαρές και νόημα δε βγάζω αλλά κάποια επιφωνήματα δηλώνουν το κακό. Ο ήλιος δεν έχει χαράξει και να φωτίσει τις μικρές γρίλιες απο τα παντζούρια και το δωμάτιο παραμένει σκοτεινό. Ξεκίνησα να ανατριχιάζω από τις φωνές στο δρόμο και να φοβάμαι. Ένα ωχχχχ είναι αρκετο για να ξέρεις ότι σε ένα χωριό 300 ανθρώπων έχει συμβεί κάτι κακο. Μια γριά ξεκινάει το μοιρολόι. Μα ακούγεται κοντά μου ο θρήνος σαν να είναι μες το σπιτικό μας. Ανησυχώ μην χτύπησε το κακό τη δικιά μας πόρτα. Μα δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ακούω τη μάνα να μιλαει στο τηλέφωνο. Έχω ήδη ξυπνήσει για τα καλά. Με τις παιδικές πιτζάμες βγαίνω από το δωμάτιο κ στη κουζίνα γύρω από τη σομπα που καίει και ζεσταίνει το μικρό δωμάτιο είναι καθισμένες οι δύο μου γιαγιάδες και η προ-γιαγιά μου. Σιωπηλες με σκυφτα κεφάλια, καλυμμένα με μαύρα μαντήλια κουμιωτικα. Η γιαγιά μου η μία με φωνάζει. Έλα εδώ πουλί μου. Έλα να σε ταχτιρτισω στα πόδια μου. Μεγαλώνεις και δεν θες τις αγκαλιές. Να προσέχεις όσο μεγαλώνεις και να μη βάλεις τους γονιούς σου σε πόνο σαν αυτόν που βρήκε το τόπο μας. Μου έστειλες ένα μήνυμα και δεν το άνοιξα γιατί ξέρω πόσο αλλιώτικος είναι ο πόνος και ο θρήνος στα χωριά. Πόσο αλλιώτικα διαφέρει από εκείνο το πόνο της μεγαλούπολης που απροσωπα πρέπει κανεις να κλάψει για το κακό που τον βρήκε και να κλάψει με ένταση χαμηλή τέτοια που να μην ενοχλήσει τους γείτονες που δε γνωρίζουν μητε το όνομα σου το μικρό. Μου έστειλες ένα μήνυμα και δε το άνοιξα καν. Δεν είσαι εδώ για να θρηνήσεις και εσύ. Αλλά έφυγαν και εκείνοι που σε θρηνησαν σα να ήσουν δικό τους παιδί. Θυμάμαι τη γιαγιά να πηγαίνει στις λεμονιές. Το ουρλιαχτό της άκουσα. Πήγα σερνωντας τα πόδια μου. Και την αγκάλιασα. Μη κλαις και χτυπιέσαι γιαγιά. Μόνο ο παππούς έμεινε πίσω. Μόνος χαμένος στις σκέψεις του. Εγκλωβισμενος σε αναμνησεις παλιές που θυμαται αλλά ξεχασμένο το παρών δε τον βοηθά καθόλου να συνεχίσει να είναι όπως όλοι εμείς οι λογικοί. Είχε και αυτός έναν θρήνο στα μάτια του. Για τη χαμένη του νιότη και για τη χαμένη του σκέψη και γνώση. Έναν θρήνο σαν αυτόν που είχα ακούσει σαν όνειρο τότε που τα όνειρα έτρεχαν χαρούμενα σπαζωντας κάθε φράγμα και περιορισμό. Μου έστειλες ένα μήνυμα και δεν το άνοιξα μιας κ δεν βρήκα ένα στυλό και ένα χαρτί εύκαιρο την ώρα εκείνη για να το κάνω λέξεις. Ένα μήνυμα που σαν όλα εκείνα που μου στέλνεις άλλες φορές ανοίγω κ διαβάζω άλλες φορές τα γράφω κ άλλες φορές τα ξέχναω κ τα θυμάμαι σαν τώρα. Και αλλαγμένα με την μορφή τους αλλότρια στα όσα θέλω μου θυμίζει πως όσα γράφω τα ξαναβλέπω μετά από καιρό και ορίζω ένα μέλλον σαν αυτό που κάποιος ονειρεύτηκε μια μέρα που κοιμόταν κάτω από ένα πλατάνι στο πανοχώρι. Υγ. Σαν το λιοντα. Χωρίς χέρια 4 και πόδια 14. Μόνο αυτό το μάτι μου το πίσω από τη πλάτη μου.

23 Ιουλ 2022

30 Νοέμβρη 2021

Εδώ και καιρό δεν έχω γράψει καμιά απο τις γνωστές μου μικρές ή μεγάλες ιστοριούλες μιας και καθένας μας έχει τα δικά του. Κάποια μεγάλα κάποια μικρά, κάποια μικρά που τελικά είναι μεγάλα και κάποια μεγάλα που είναι μικρά. Πάντως σίγουρα σε κανέναν μας δε λείπει ενα μικρό ή μεγάλο, για τον ίδιο πρόβλημα. Έτσι λοιπόν έφτιαχνα μικρά στιχάκια κάθε βράδυ καθισμένος στο καναπέ μου ή στη καρέκλα στο νοσοκομείο. Τα μάζευα και στο τέλος της μέρας τα στοίβαζα στο τζάκι πάνω απο αυτά τα λευκά ποτισμένα με καύσιμο προσανάμματα, έβαζα απο πάνω 2 - 3 κομματάκια λεπτό δαδί και μετά λίγα ξυλαράκια. Όχι για τη ζέστη της φλόγας αλλά για την παρέα της. Παρακολουθώντας τα ειδησεογραφικά διαπίστωσα οτι η κοινωνία συνεχίζει να βαδίζει τη στράτα της ταπείνωσης και της απανθρωπιάς. Μάθαμε οτι τα ''γυφτάκια'' πεθαίνουν επειδή οι γονείς των δε τα φυλάνε όπως θα έπρεπε μιας και τα φέρνουν στη ζωή χωρίς σκέψη. Μάθαμε οτι οι ΜΕΘ και τα νοσοκομεία που έκλεισαν, έκλεισαν γιατί δεν είχαν μπασία, δεν είχαν το κόσμο που έπρεπε για να δουλέψουν. Μάθαμε οτι στις ΜΕΘ μπαίνουν επειδή οι γιατροί δεν μπορούν να πράξουν κάτι άλλο και μέσω των ΜΕΘ οι ασθενείς έρχονται σε επαφή με το Θεό, είναι στα χέρια Του. Αν παρακολουθείς ειδήσεις είτε τηλεοπτικά είτε ιντερνετικά ακόμα και έντυπα, αν διαβάζεις τον Κασιμμάτη, μαθαίνεις πολλά χρήσιμα νέα τελικά. Μαθαίνεις για τις αξίες που απο μικρός όταν είσαι σε γαλουχούν. Έτσι εγώ προσωπικά μεγάλωσα σε μια κοινωνία που στη γυναίκα έπρεπε να ρίξεις καμιά σφαλιάρα άμα δεν κάθεται καλά ενώ στη περίπτωση που τύχει και παραστρατήσει και σου χώσει κανα κέρατο ο μόνος τρόπος να ξεπλύνεις τη ντροπή είναι να τη σκοτώσεις. Έτσι έπαιζε το έργο και μέσω της παράστασης γαλούχησε γενιές και γενιές μπρουτάλ παλικαράδων με χεσμένα σώβρακα και βρώμικα νύχια. Άπειρες παραστάσεις με διαφορετικό κάστ κάθε φορά και η παράδοση του τραγικού θιάσου συνεχίζεται στο πέρασμα των καταιγίδων που κεραυνοβολούν το κάθε σπίτι. Και σπέρνουν νέες θύελλες στους νέους κεραυνούς που θα γεννήσει η παράνοια μιας κτητικότητας που κανείς δεν μας έδωσε. Έτσι μεγαλώνοντας σε μια κοινωνία που ξεχωρίζει το γαμιά απο τη πουτάνα οι γραμμές δεν είναι πάντα ευδιάκριτες και θέλει φανό θυέλλης για να μπορέσεις να διακρίνεις τα όριά σου κάθε φορά. Όρια τα οποία δεν έχεις δικαίωμα όχι μόνο να προσπεράσεις αλλά ούτε να αντικρίσεις αν θες να παραμείνεις άνθρωπος. Καθένας μας έχει χρέος να δουλέψει μέσα του και να δει τι σκατά του άφησε όλο αυτό που σήμερα το έχουν ονομάσει πατριαρχία ή με ένα σκασμό διαφορετικά ονόματα και καταλήγει να μοιάζει με λεξικό όρων και εννοιών παρά με φαινόμενο έντονα κοινωνικό που πηγάζει και είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη πολιτεία και τη κοινωνία που ζούμε. Αλλά ας μην το πάμε πολιτικά, όπως μου λέει ένας φίλος ''γάμησε με ρε Γιώργη πάλι στο ΚΚΕ θα καταλήξεις''. Βλέπεις το ΚΚΕ όμως είναι το μόνο κόμμα που για 22 χρόνια είχε ΓΓ γυναίκα και το βάστηξε όρθιο ίσως σε μια απο τις κρισιμότερες περιόδους για εκείνο. Αλλά είπαμε δεν χωράει η πολιτική εδώ γιατί θίγεστε. Άλλη μια γυναίκα νεκρή και άλλος ένας που παραδόθηκε, ίσως για να βγει πιο γρήγορα απο τη μπουζού, όπως λίγο καιρό πριν συμβούλευε ενας μπάτσος on air. Είδα και το βίντεο της lacta. Τώρα θα μου πεις να πάρω το μέρος της lacta και της κάθε πολυεθνικής που αναγκάζει σε απάνθρωπα ωράρια τους - τις υπαλλήλους της και στη συνέχεια βγάζει ωραία τσιτάτα για την αγάπη και την παράνοια του πράματος. Δες ξέρω με μπέρδεψες να σου πω, και δεν θα το σκεφτώ παραπάνω, ενα θα σου πω μοναχά και ίσως καταλάβεις. Ο μόνος λόγος που δεν το δημοσίευσα είναι γιατί ένοιωσα ντροπή, ντροπή για μένα τον ίδιο γιατί κάπου μέσα στο βίντεο με συνάντησα και έφτυσα την οθόνη, όχι για το Γιώργη που βλέπεις σήμερα αλλά για έναν άλλο που έκανε πολλές φορές δικά του ξένα προβλήματα που τα ξέσπαζε εκεί που δεν έπρεπε. Ενός άλλου που πίστευε πως η αγάπη είναι κατάκτηση και πρωτοπορία, μαγκιά και χάζι σε άβουλες ψυχές που θα μπορούσες να αγοράσεις στο παζάρι της τρελής. Για εναν άλλο με δυνατή φωνή που έκανε τα τζάμια να τρίζουν για να καλύψει τις φωνές της αλήθειας, ή για να κρύψει τις πομπές του. Και πόση δουλειά να θέλει για να κάτσεις αυτά να τα βάλεις κάτω και να επιλέξεις απο ποια πλευρά της γραμμής θες να είσαι και αυτή την απόφαση να τη πάρεις και να την τηρήσεις χωρίς δικαιολογίες και πισωγυρίσματα. Πόσα θες να σου συγχωρήσουν οι άλλοι μιας και εσύ ντρέπεσαι να το κάνεις για σένα. Και πόσο καιρό χρειάζεται ένας άνθρωπος να σπάσει τα στερεότυπα που τον μεγάλωσαν για να ελπίζει σε ενα καλύτερο κόσμο και μια κοινωνία που τα πρότυπα δε θα τα καθορίζει το φύλλο η ηλικία οι προτιμήσεις κάθε λογής και οι απόψεις του κάθε μαϊντανού της τηλεόρασης. Ξέρω και εγώ?, μακάρι να μπορούσα να σου πω πως απο τη μια πάντα περνάς ολότελα στην άλλη. Μάλλον πέρασα στιγμές που έμεινα μονάχος και διαβάζοντας ανακάλυψα οτι ο άνθρωπος μπορεί να είναι καλύτερος μπορεί να είναι ευτυχής και μπορεί να είναι ολοκληρωμένος έχοντας πλάι του αυτούς που τον επέλεξαν και τους επέλεξε αμοιβαία, χωρίς ανταλλάγματα ανιδιοτελώς που λένε., λατρεμένη μου λέξη εδώ και χρόνια. Μάλλον το βιβλίο σε συνάρτηση με το Χατζιδάκι ήταν κάτι σαν μια μεγάλη θάλασσα που παίρνεις μιαν βαθειά ανάσα και κολυμπάς. Και δε σου χρειάζεται πια ο μολυσμένος της κοινωνίας αέρας. Ερευνάς το βυθό κοιτώντας τα κοράλλια του κόσμου που είναι κρυμμένα σε μεγάλο βάθος, πλάσματα φυλακισμένα και τόσο λαμπερά, μέσα σε όστρακα που τα λένε ανθρώπινα σώματα, που δε ζητάνε τίποτα άλλο παρά ενα καλό λόγο, μια τρυφερή αγκαλιά και ένα χωρίς αντίκρισμα χάδι. Και απο τη κοινωνία των αντιφάσεων και ''ίσων'' ευκαιριών της ''ελευθερίας'' και της ''ισότητας'' έχεις το σύνολο εκείνων που συνεχίζουν να στέκονται απέναντι και να σε καθυβρίζουν γιατί κάνεις τη δουλειά σου. Ένας νέος άνθρωπος μπαίνει στην απομόνωση ενός νοσοκομείου με καλό οξυγόνο αλλά έντονο πυρετό και καταβολή. Θετικός στο covid και με ύφος θα σας γαμήσω όλους. Κάνεις τη δουλειά σου, του ζητάς να φοράει τη μάσκα του και σε κοιτάζει με μάτια γεμάτα μίσος. Τον ρωτάς αν έχει εμβολιαστεί και δεν μπαίνει καν στη διαδικασία να σου απαντήσει σε ξανακοιτάζει μόνο και έχεις πάρει απάντηση. Κάνεις την ίδια δουλειά που θα έκανες με όλους, ίσως αντανακλαστικά σαν αυτοσυντήρηση να προσέχεις λίγο παραπάνω τις κινήσεις σου την ώρα που βγάζεις τη στολή της απομόνωσης μην ακουμπήσεις κάπου στα καθαρά τα ρούχα ή μην αγγίξεις το πρόσωπό σου πριν πλυθείς με το πορτοκαλί ambitasol με τη χαλασμένη αντλία που το τουμπάρεις για να διαπιστώσεις οτι είναι άδειο, επιστρατεύεις τη χλωρίνη που έχουν αφήσει εκεί οι καθαρίστριες, σκληρά τα χέρια άλλά το μπλουζάκι πάει ξέβαψε και αυτό. Έχεις ξεντυθεί και βγαίνεις απο το λυόμενο που παίζει το ρόλο της απομόνωσης για να συνεχίσεις τη πορεία στο ακτινολογικό ο αέρας είναι δυνατός και βρέχει, μαζί με τον αέρα και τον ιδρώτα που τον νιώθεις να τρέχει στη πλάτη σου φτάνεις να είσαι μούσκεμα, άντε τώρα να αρπάξω και κανα κρύωμα, τι να πρωτοπιστέψω οτι την άρπαξα ή οτι τον άρπαξα. Δε βαριέσαι, κάνεις τη δουλειά σου οι γιατροί είναι αισιόδοξοι με την εικόνα, θα πάει καλά λένε. Και ξημερώνει η άλλη μέρα και έρχεται το παραπεμπτικό για αξονική και το οξυγόνο κάνει νάζια στα 90% και παθαίνεις σοκ βλέποντας πως είναι ο ίδιος. Είναι όμως ο ίδιος? Είδα έναν άλλο ,έναν άνθρωπο κάθιδρο με μάτια κολλημένα στις κόγχες του κεφαλιού του και με τα χέρια του να κρέμουν δεξιά και αριστερά, κανιά ίδια που τα παίρνει ο άνεμος. Του μιλάς σιγά και ήρεμα έλα σιγά σιγά να ξαπλώσεις, να εκεί θα βάλεις το κεφάλι σου. Άσε τη σακούλα με τα ούρα ανάμεσα στα πόδια σου και τον ορό πάνω στη κοιλιά σου. Χρειάζεσαι οξυγόνο ή θα αντέξεις 5 λεπτά? Θα χρειαστεί τρεις φορές να βαστήξεις την ανάσα σου για λίγα δευτερόλεπτα. Η εξέταση τελείωσε χωρίς να βαστήξει την ανάσα καμιά φορά μιας και ο βήχας τον έπνιγε σε κάθε προσπάθεια. Τον βοηθάς να κατέβει και να κάτσει στο καρότσι ο σκληρός της περασμένης βραδιάς έχει χαθεί. Είναι ένας άλλος, νέος άνθρωπος που μέσα στην αρρώστια του βλέπεις την ομορφιά της νέας ζωής, την ομορφιά και τη καύλα της δημιουργίας την έξαψη για ζωή που την έχει καλύψει μια ασθένεια που βασανίζει την ανθρωπότητα. Θα πάει καλά ο ασθενής αυτός θα πάει καλά γιατί έτσι πρέπει γιατί η νιότη θα νικήσει και η ανθρωπότητα με την επιστήμη θα προχωρήσουν μπροστά για έναν κόσμο που θα αγκαλιαζόμαστε και πάλι όπως παλιά και θα γεννάμε νέους που θα είναι καλύτεροι, που θα βλέπουν οτι δε χρειάζεται να είσαι μπρουτάλ μήτε στις γυναίκες μήτε και στον κάθε άνθρωπο που προσπαθεί να κάνει με αυταπάρνηση τη δουλειά του, παρά τα δικά του μικρά ή μεγάλα προβλήματα. Τι μέρες και αυτές, δύσκολες ή εύκολες, καθείς αποφασίζει για πάρτη του, καθείς αποφασίζει για το είναι του αφού δεν επηρεάζει τους άλλους τριγύρω, διάβασα το ''κάμπο στις φλόγες'' με μια ρουφηξιά και ταξίδεψα στο κόσμο του Μεξικού ενός άλλου αιώνα. Έφτιαξα αργά, πριν λίγο, έναν ελληνικό κουπάτο σε μεγάλη κούπα και άναψα το τζάκι, είπα να μην κάψω τίποτα γραμμένο απόψε μιας και δεν έγραψα κάτι, κάθισα στον υπολογιστή να ακούσω 2 τραγούδια που τυχαία έπεσαν απόψε στη θύμηση τη δική μου και στην πρώτη ακοή της Ρηνιώς μου. Εγώ εδώ στη Κάρυστο και αυτή εκεί στο Ίλιον, κατέληξα να ακούω, πάντα εκεί καταλήγω, Χατζιδάκι, και να αποφαίνομαι μιλώντας στις φλόγες πως καθένας μας χρειάζεται καλή μουσική, καλά βιβλία, και την Ρηνιώ του ή το Γιώργη του, ή τη Ρούλα Κούλα Σούλα, Μήτσο Νίκο Στάθη. Δώστε έναν άγγιγμα χωρίς αντίτιμο. Τελικά ξέρεις τι είναι η αγάπη? Δυο γραμμές ακόμα γιατί σε κούρασα στα σίγουρα. Είσαι σε στάση και περιμένεις λεωφορείο, το εισιτήριό σου πέφτει στα λασπόνερα και στη συνέχεια το νερό το ρίχνει μέσα στον υπόνομο, εσύ όμως δεν έχεις λεφτά και το λεωφορείο έρχεται. Λες θα το ρισκάρω και περιμένεις να κατεβεί ο κόσμος και να μπεις χωρίς εισιτήριο. Την ώρα που όλοι έχουν κατέβει πατάς το πόδι σου στο πρώτο σκαλί, ένας ξεχασμένος επιβάτης χιμάει να βγει με ορμή και κοιτώντας σε σου δίνει το εισιτήριό του. Πάρτε το, εγώ έκανα τη διαδρομή μου, συνεχίστε εσείς. Η αγάπη είναι σαν το εισιτήριο, εσύ μάζεψες κάθε εισιτήριο μέσα σου και αυτό αυγάτισε και μέστωσε και όταν εσύ βρέθηκες με κανονικό εισιτήριο το έδωσες στον επόμενο απεγνωσμένο επιβάτη να συνεχίσει το ταξίδι. Όλοι όσοι νοσούν να γίνουν καλά και όλοι όσοι ψάχνουν αγάπη να αγοράσουν ένα εισιτήριο, να κάνουν μια μικρή διαδρομή και στο κατέβασμα χαμογελώντας να το δώσουν στον επόμενο να συνεχίσει το ταξίδι. Δεν σας ανήκει καμιά ζωή καμιά αγκαλιά κανέναν φιλί που μοιραστήκατε. Αν σας ανήκει κάτι είναι ενα βλέμμα, ενα χαμόγελο ή ενα χάδι, και κάτι τόσο μεγάλο όσο ενα ευχαριστώ που θα πείτε και θα το νοιώθετε.

13 Μαΐ 2022

Η πρώτη μου συναυλία !

Θυμάμαι μικρός στο χωριό να μαζεύονται οι πιστοί παραμονές μεγάλων γιορτών κ να κανονίζουν προσκύνημα και αγρυπνία στον Άγιο. Κοντά στο χωριό μου σε απόσταση 4 χιλιομέτρων υπάρχει ένα εξωκλήσι, γιορτάζει καλοκαίρι κ έτσι τη παραμονή γινότανε το πανηγύρι στο προαύλιο χώρο ενώ το βράδυ κάποιοι πιστοί διανυκτέρευαν μέσα στη εκκλησία. Κ θυμάμαι μια φορά κ εγώ με τη γιαγιά μου κ το παππού μου που διανυκτερεύσαμε μέσα στην εκκλησία. Στρωματσάδα με κουβέρτες κ σεντόνια που κουβάλησαμε με το γαϊδούρι του παππού μέχρις εκεί. Μαζί η γιαγιά είχε κ δύο μεγάλα πανέρια με τηγανίτες με μέλι κ τριμμένο αμύγδαλο κ καρύδι. Αυτές γινόντουσαν ανάρπαστες κάθε φορά σε κάθε γιορτή. Έκλεινα τα μάτια προσπαθώντας να κοιμηθώ αλλά το φως από τα καντήλια που τρεμοπαιζε δεν με άφηνε κ άνοιγα ξανά τα μάτια μου κ έβλεπα τις αγιογραφίες να παίρνουν μορφή. Ζωντάνευαν οι εικόνες και οι άγιοι ξεχυνοντουσαν στο χώρο, καθένας με το δικό του ρόλο και σκοπό. Κ δε με τρόμαζαν οι άγιοι γιατί τους έβλεπα με μια μορφή κανόνικη ανθρώπινη κ φιλική μέσα στο χώρο αυτό που ένα 7χρονο τότε παιδί πάλευε να νοιώσει κατάνυξη για κάτι που αγνοούσε κ τελικά δεν γνώρισε ποτέ. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια κ οι δικές μου αγιογραφίες αντικαταστάθηκαν απο ανθρώπους που κατά τη δική μου άποψη υπήρξαν σπουδαίοι κ μεγάλοι. Στο χώρο της τέχνης κυρίως κ κάποιους άλλους που ακόμα προσπαθώ να αναγάγω σε κήρυκες μιας πανανθρώπινης αξίας στην οποία θα ήθελα να βαδίζει ο κόσμος που ζούμε. Οι πιο πολλοί είναι αυτοί που σημάδεψαν τα εφηβικά μου χρόνια κ έντυσαν με μουσικές τις ανησυχίες, τα κλάματά μου, τα ξενύχτια και τα μεθύσια μου. Παρέα με φίλους ή μόνος πάντα υπήρχε ένα μικρό ή μεγάλο ηχείο το οποίο ξερνούσε στίχους για να ντύσουν με νότες τις ώρες και τις μέρες του έφηβου τότε... Και δεν είναι το σύνολο ούτε ο πολιτισμός και η παιδεία που ένας καλλιτέχνης μπορεί να δώσει σε έναν άνθρωπο που θα τον ακούσει αλλά η όλη πορεία ενός ανθρώπου που αναπόσπαστη από την διάσημη εικόνα τον καθορίζει στη κοινωνία. Είδα τους περισσότερους ζωντανά στη σκηνή κ πολλούς τους γνώρισα κ από κοντά, περνώντας τα χρόνια πολλούς τους απομυθοποίησα, κάποιους τους καθαίρεσα από το εικονοστάσι μου και δεν τους ξανακοίταξα καν. Η φωνή όμως που με ακολούθησε κ συνεχίζει ακόμα να με συγκινεί κ να μου θυμίζει όλη αυτή τη δύσκολη, σκληρή αλλά ταυτόχρονα κ γλυκιά εφηβεία είναι αυτή του αιώνια έφηβου παπακωνσταντινου. Η φιγούρα αυτή που τείνει να γίνει γραφική αλλά μόλις βγουν οι πρώτες νότες από το στόμα του, τότε το γραφικό δεν υφίσταται κ βλέπεις ότι κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται με ένα ή περισσότερα χαρίσματα. Τελικά μετά τη παρότρυνση ενός φίλου έβαλα να δω το μουσικό κουτί που τον είχε καλεσμένο. Έκλεισα το φως άπλωσα τα πόδια Κ θυμήθηκα εκείνη τη νύχτα στα 7 μου περίπου χρόνια που κοιμήθηκα σε μια εκκλησία στρωματσαδα με το παππού και τη γιαγιά, και είδα συναυλία με τον Άγιο Μήτσο στα τύμπανα, τον Άη Νικόλα να παίζει μπάσο ενώ ο Χριστός έπαιζε ηλεκτρική κιθάρα σα τον hendrix. Θυμήθηκα τη πρώτη μου χρονιά που ήρθα από το χωριό μου στην Αθήνα. Τους πρώτους διάσημους που γνώρισα. Τα πρώτα live που πήγα κ βγήκα τόσο μεθυσμένος που δεν έβρισκα το δρόμο να γυρίσω στο σπίτι. Τους ανθρώπους που γνώρισα, τις κοπέλες που ερωτεύτηκα. Αυτές που μου τραγούδησαν το κ αν είμαι ροκ καλύτερα από ότι το τραγουδάνε τώρα μέσα από μικρόφωνα κ κονσόλες. Μου ήρθε στη γλώσσα η γεύση από τις τηγανίτες της γιαγιάς κ μου τρεξαν τα σάλια. Όλα είναι μουσική. Όλα είναι τέχνη.. Όλα είναι Ροκ...

Ωδή σε 2 ρόδες!

Πολύ συχνά με τέτοιο τρόπο σαν τον πιο πάνω ξεκινούσε αναπολώντας τα καλά της νιότης και κατέληγε να έχει χάσει την ηρεμία του και να γεμίζει ενα ποτήρι με καλό κόκκινο κρασί και τα μάτια του να έχουν το χρώμα Pinot Noir με λίγο απο Chardonaie Θυμάται τις μέρες που ο παππούς του έλεγε ιστορίες για αντάρτες πάνω σε λευκά και κόκκινα άλογα. Την εποχή που με το ξάδερφό του μάθαιναν να κάνουν μακροβούτια στα νερά του Ευβοϊκού με θέα τα εργοστάσια της ΑΓΕΤ και της ΔΕΗ. Και περνούσαν τα καλοκαίρια και περίμενε να έρθει ο ξάδερφος του να κάνουν παρέα και να καλύψουν τις 3 εποχές που ήταν χώρια. Εμπειρίες καταστάσεις και προβλήματα σημαντικά αναλύονταν εν μέσω μπάλας σκοποβολής με τα αεροβόλα και σε βόλτες μακρυά απο το χωριό με τα ποδήλατα χωρίς να το ξέρουν οι γονείς και οι γιαγιάδες. Μια βόλτα σε διπλανό χωριό και το κυνηγητό απο τα δυο τεράστια λυκόσκυλα μιας και ο ιδιοκτήτης είχε αφήσει τη πόρτα ανοιχτή για να μη ζυγώνει κανείς τη περιουσία του. Μια παρολίγον σύλληψη για ληστεία μοτοσυκλέτας μιας και ήταν εύκολο να κλέβουν αυτή τη παλιά φλορέντα για να κατεβαίνουν τα ζεστά βράδια στη παραλία. Δεν υπολόγισαν ποτέ όμως πως οι μοτοσυκλέτες παλιές και νέες δουλεύουν με βενζίνη και στη μια απο τις πολλές φορές που η φλορέντα έκανε το μεταφορικό τους όχημα στο γυρισμό αποφάσισε να σβήσει στη μεγάλη ευθεία πριν απο το χωριό. Στην ευθεία που ακόμα και το καλοκαίρι η θερμοκρασία φλερτάριζε μονοψήφιο αριθμό ακόα και όταν στην υπόλοιπη περιοχή το θερμόμετρο του φαρμακείου έγραφε 30 βαθμούς. Η ώρα ήταν κοντά μια ώρα πριν ο ήλιος αρχίσει να ψήνει ξανά τα σπίτια και τους ανθρώπους, μια δυο τρεις προσπάθειες να ξαναπάρει μπρος, ‘’σπρώξε με ρε μαλάκα μήπως πάρει’’, άλλες δυο προσπάθειες, ‘’δες μήπως δεν έχει βενζίνη ρε’’... Σιωπή, αναλαμπή, ποτέ τους δε σκέφτηκαν μήπως και χρειαστεί κάποια στιγμή να βάλουν και το μαγικό χυμό που κάνει τις μηχανές να βρυχώνται... Δεν ήξερε καν πως να δει και τη τελευταία στιγμή δεν άναψαν τον αναπτήρα μέσα στο ντεπόζιτο για να το διαπιστώσουν. Ήταν περίπου 2 χιλιόμετρα ακόμα μέχρι το χωριό και τα τελευταία 500 μέτρα ανηφόρα. Ξεκίνησαν μια απελπισμένη προσπάθεια με αντίπαλο το ξημέρωμα και τον ακατανίκητο χρόνο που θα έβγαζε στο προσκήνιο τον φωτεινό Αυγουστιάτικο ήλιο. Δεν είχαν κάνει ούτε τα πρώτα 100 μέτρα όταν απο ψηλά στη ράχη ακούστηκε ενα αυτοκίνητο που ράθυμα κινούταν προς το μέρες τους. Έσπρωξαν με βια τη φλορέντα μέσα στη πεζούλα στο πλάι του δρόμου και το πλούσιο σκοίνιο την σκέπασε. Συνέχισαν να περπατάνε σα να μη συμβαίνει τίποτα. Το αυτοκίνητο ήταν το μοναδικό ταξί του χωριού, αργά αργά τους έφτασε και σταμάτησε δίπλα τους... -Που πάτε ρε μαλακισμένα τέτοια ώρα... -Γυρνάμε στο χωριό ήταν η κοφτή λαχανιασμένη και οριστική απάντηση. -Ελάτε να σας πάω να σας πω και για τη καπάτσα που στραμπούληξα πριν λίγο στο πίσω καθίσματα... -Προσέχτε μόνο που θα κάτσετε γιατί θα τα έχει βρέξει τα καθίσματα... -Μπα θα πάμε περπατώντας, του είπαν μα εκείνος επέμενε μιας και ήθελε απεγνωσμένα να φτιάξει μια ακόμα απο τις μεγάλες του φανταστικές ιστορίες για τις γυναικείες υπάρξεις που έβγαλαν τα ρούχα τους στο οχημά του, και προσκύνησαν την ανδρική του περηφάνεια. Τους πήρε περίπου 5 και κάτι λεπτά να τον ξεφορτωθούν και άλλο τόσο να γυρίσουν πίσω στη πεταμένη φλορέντα για να ξεκινήσουν και πάλι το σπρώξιμο. Πλεόν το όριο του απόλυτου σκότους και η ώρα εκείνη με την πιο σκοτεινή στιγμή έχει περάσει. Είναι η ώρα λοιπόν που τα φαντάσματα ξαναγυρίζουν στον αιώνιο ύπνο τους και η ώρα που οι νοικοκυραίοι και οι άνθρωποι του μόχθου και του αγώνα πίνουν καφέ ελληνικό ξυπόλητοι στις πέτρινες αυλές τους. Είναι η ώρα που ρουφώντας μια τζούρα καφέ και μια τζούρα απο το στριφτό του τσιγάρο και ο ίδιος πλέον αναπολεί τις διακοπές αυτές στη Σκιάθο με το πρώτο του μεγάλο έρωτα. Έχουν καλύψει τη μεγάλη απόσταση και οι ανάσες τους είναι κοφτές απότομες και τόσες που δεν τους επιτρέπουν να πουν κάτι περισσότερο απο ενα κουράγιο φτάνουμε και αυτό όχι για να δώσει ο ένας κουράγιο στον άλλο αλλά σαν αυθυποβολή, να ακούσουν τα αυτιά το στόμα, και τα ποδιά σε συνεργασία με τα χέρια να κάνουν υπομονή για λίγο ακόμα. Περνάνε τα πρώτα σπίτια και εκεί που ισιώνει ο δρόμος ο κατακόκκινος ήλιος έχει απλώσει τις πρώτες φλογερές του αχτίδες στον ορίζοντα. ‘’Γρήγορα ρε μαλάκα πάμε φτάσαμε’’. Περνώντας το επιβλητικό διώροφο ακούνε μια πόρτα να κλείνει βίαια και μια βροντερή πορδή ακαριαία σπάει την ησυχία και το κελάηδημα απο τα αηδόνια που άκουγαν σε όλη τη διαδρομή. Το γέλιο τους δίνει δύναμη να κάνουν τα τελευταία μέτρα μέχρι τη στροφή. Σε άλλα δυο λεπτά είχαν φτάσει έξω απο τη σιδερένια μάντρα με τη μεγάλη συρόμενη πόρτα. Γρήγορα γρήγορα άνοιξαν τη πόρτα έσπρωξαν μέσα τη σκονισμένη και ταλαιπωρημένη μοτοσυκλέτα και έφυγαν χωρίς να κοιτάξουν πίσω. Βγαίνουν και κλείνουν τη πόρτα και σκέφτονται να ακολουθήσουν το πάνω δρόμο και όχι το κεντρικό ώστε να αποφύγουν τα αδιάκριτα πλέον βλέμματα του χωριού που ξυπνάει και κάθεται σε αυλές να πάρει λίγη πρωινή δροσιά. Μέχρις να κάνουν όμως 10 βήματα ακούνε εκείνο τον τόσο γνώριμο αρρωστημένο βήχα που ακούγοντάς τον ήταν σαν να τον άκουγε να λέει ενα πακέτο Παλλάς, να ανοίγει σαν ιεροτελεστία το πακέτο και με θρησκευτική ευλάβεια να ανάβει το πρώτο τσιγάρο του πακέτου. Ο βήχας και η όλη παρουσία ανήκει στην ολότητά της στον ηλικιωμένο ιδιοκτήτη της μοτοσυκλέτας που κάθεται στο μπαλκόνι του ορόφου βαστάει ενα Παλλάς στα κιτρινισμένα του δάχτυλα και σα να μη τον αποσπά τίποτα βήχει και πνίγει το βήχα του με μια τζούρα απο τον ελληνικό καφέ που βρίσκεται μπροστά του στο μικρό κλασσικό λευκό φλιτζανάκι του καφέ. Φοράει μια λευκή ολοκάθαρη φανέλα αμάνικη απο τις κλασσικές μινέρβες που αγόραζε και ο παππούς του κάθε χινόπωρο απο το τοπικό παζάρι. Ενα κολλαριστό παντελόνι καφετιού χρώματος, είναι ξυπόλητος και το αριστερό του πόδι πατάει το μάρμαρο με τη φτέρνα και τα δάχτυλά του δεν πατάνε ενώ περιστρέφει δεξά ζερβά τη φτέρνα του σα να προσπαθεί κάτι να τρίψει ή να τριφτεί. Οι επίδοξοι απατεώνες κοιτιούνται μαγκώνονται και συνεχίζουν να προχωράνε μπροστά κοιτώντας όμως τον απαθέστατο γέροντα, κάνουν μάλλον δέκα βήματα και έχοντας φτάσει στη γωνία του δρόμου ο ένας πέφτει πάνω στον άλλο και οι δυο μαζί πάνω στο πέτρινο μαντρότοιχο. Σταματάνε και πιάνει τη καρδιά του. -Ρε μαλάκα νομίζω οτι θα σπάσει η καρδιά μου, τι θα κάνουμε, θα με σκοτώσει ο πατέρας μου. -Και εμένα ο δικός μου δε θα με αφήσει να ξαναέρθω. Σε δέκα περίπου λεπτά είχαν γυρίσει στο πάνω όροφο του σπιτιού της γιαγιάς που ήταν η προσωπική τους εξοχική κατοικία και είχαν ήδη ξαπλώσει χωρίς να τους δει, τουλάχιστον έτσι πιστεύουν μέχρι σήμερα, κανένα άλλο μάτι. Κοιμήθηκαν χωρίς να αλλάξουν άλλη κουβέντα, χωρίς να καταστρώσουν κανένα σχέδιο που θα τους αλάφραινε απο τις πιθανές κατηγορίες, δεν είπαν τίποτα και έκαναν σα να μην συνέβη ποτέ. Ο ύπνος τους σκέπασε τόσο γλυκά και τους χάρισε όμορφα όνειρα. Σε περίπου 6 ώρες μπήκε η γιαγιά να τους ξυπνήσει φωνάζοντάς τους πως μεσημέριασε, να σηκωθούν να φάνε για να χωνέψουν και να πάνε και για μπάνιο στη θάλασσα. Έφαγαν ζεστές τηγανίτες με μπόλικο μέλι κανέλα και τριμμένο αμύγδαλο και καρύδι, τηγανίτες που έκαναν τη γιαγιά διάσημη και ο κόσμος πάταγε ο ένας τον άλλο κάθε παραμονή του Αη παντελεήμονα και κάθε Αγιανάργυροι... Σκαρφίζονταν τις πιο απίθανες δικαιολογίες και είδε και ο ίδιος έναν καθώς πρέπει κύριο απο αυτούς με το κάπα το κεφαλαίο που λένε να χώνει δυο τηγανίτες με τη χαρτοπετσέτα όπως τις πήρε μέσα στη τσέπη του σινιέ σακακιού του και να λέει ‘’σας παρακαλώ δώστε μου άλλες δυο γιατί με σπρώξανε και μου πέσαν’’... Και μετά καθισμένος στο πετρόχτιστο τοιχάκι αγναντεύοντας τον Ευβοϊκό απο ψηλά να κάνει το σταυρό του σε κάθε δαγκωνιά δοξάζοντας τον κύριο και θεό του που έδωσε στη Θεια-Τούλα το χάρισμα να φτιάχνει τέτοιες ωραίες τηγανίτες... Και μάλλον ο λεκές απο το σακκάκι του θα είναι ακόμα εκεί και θα του θυμίζει τις Αγιες εκείνες τηγανίτες τις οποίες και τούτη την ώρα που γράφονται αυτές τις σκόρπιες αράδες και σκέψεις η γλύκα και η μυρωδιά τους είναι καταχωρημένες βαθειά στα αισθητήρια κέντρα του εγκεφάλου όσων τις δοκίμασαν. Οι μέρες πέρασαν και δεν υπήρξαν άλλα απρόοπτα, οι επόμενες μεταμεσονύχτιες σκαστές επισκέψεις στη παραλία τις γειτονικής πόλης έγιναν με μισθωμένο το ταξί του χωριού με αντάλλαγμα χίλιες δραχμές και την υπομονή των επιβατών να ακούνε τις φανταστικές ιστορίες για τις ερωτικές περιπτύξεις του οδηγού. Πέρασε το καλοκαίρι και οι πρώτες βροχές τον βρήκαν να πηγαίνει στη πέρα γειτονιά με σκοπό να χωθεί στο καφενείο μήπως και βρει τον αείμνηστο Παναγή και να παίξουν μια παρτίδα σκάκι, να του μάθει τη μέθοδο Βαλς και τη συγχρονική μέθοδο. Την ώρα που έμπαινε στο καφενείο άκουσε πίσω του το γνώριμο βήχα και κάτι μέσα του τον έκανε να κοντοσταθεί και να κρατήσει απο ευγένεια τη πόρτα στο γέροντα. Πέρασε μπροστά του και του είπε χαμηλόφωνα, -ρε δαίμονα το αδειάσατε αλλά δεν αξιώθηκες ακόμα να βάλεις μπετζίνα και θα σκουριάσει το ντεπόζιτο. O μπάρμπας δεν σταμάτησε καν να περιμένει κάποια απόκριση συνέχισε με το βιαστικό του βήμα και κάθισε στο τραπέζι που ήδη τον περίμενε με τη πράσινη τσόχα στρωμένη για την απογευματινή τους πρέφα. Δε τον κοίταξε στραβά, δεν τον αγριοκοίταξε, ποτέ δεν του ξαναείπε τίποτα. Την επόμενη το βράδυ ενα τετράλιτρο πλαστικό δοχείο με βενζίνη και μηχανόλαδο άδειαζε γεμίζοντας το μεταλλικό δοχείο της ακόμα σκονισμένης φλορέντας. Και αφού πέρασαν ακόμα 10 ημέρες, που στο μεταξύ ο χειμώνας είχε κάνει την εμφάνισή του στο χωριό του με κακές διαθέσεις, περνώντας μέσα στο αγροτικό αυτοκίνητο του πατέρα του, είδε το μπάρμπα να τη βάζει μπροστά, και ακριβώς τη στιγμή που περνούσαν η εξάτμιση γέμισε τον αέρα με εναν μαύρο γκρίζο καπνό γεμάτο τη μυρωδιά του μηχανόλαδου και ο δίχρονος κινητήρας γέμισε με ήχο τον περίγυρο και χώθηκε μέσα στην καμπίνα του αγροτικού αυτοκινήτου. Η ματιά του μπάρμπα πέφτει πάνω στο αμάξι και κοιτάζει τον νεαρό που απορημένος σκέφτεται γιατί ακόμα δε το ξέρει κανείς, την ίδια ώρα που ο πατέρας του του λέει. -Κοίτα χαρά ο μπαρμπα, αφού δε του το κολλήσατε το μηχανάκι πάλι καλά, και όχι τίποτα άλλο θα έβρισκε και το μπελά του ο άνθρωπος αν παθαίνατε τίποτα... -Ρε πατέρα πλάκα μου κάνεις τώρα, τι είναι αυτό που λες. - Μή νομίζεις οτι τα ξέρεις όλα κατά πρώτον και κατά δεύτερον μη βιάζεσαι να μεγαλώσεις... Πήγαν τη διαδρομή τους, και όταν γύρισαν η απορία του ήταν πλέον έκδηλη και δε κρατήθηκε. -Και καλά εγώ έκανα ότι έκανα εσύ δε θα με μαλώσεις, η μάνα μου το ξέρει, ποιος άλλος το ξέρει? Και η απάντηση το ίδιο αφοπλιστική να τον αφήνει ακόμα και σήμερα με την απορία. -Πρώτα πρώτα, πότε σε μάλωσα και δε το ξέρω, και κατά δεύτερον τι να ξέρει η μάνα σου και τι κάποιος άλλος για ποιο πράγμα μιλάς? Και δεν ξαναμίλησαν ποτέ και περάσαν χρόνια πολλά και ο φόβος για το μάλωμα έγινε γλυκιά αναπόληση των στιγμών με τον πατέρα που είχε και αυτός την ίδια κάψα για τις δυο ρόδες και τα μηχανόλαδα. Κάθε φορά που μια καινούρια μοτοσυκλέτα τον έφερνε στο πατρικό του ο πρώτος κριτής ήταν εκείνος που πηγαίνοντας την όπως μόνο οι παλιοί ‘’Ινδιάνοι’’ με τις κουρελούδες ήξεραν στη παραλιακή του έλεγε το υπέρ και τα κατά. Που όταν η πρώτη του μεγάλου κυβισμού έκανε την εμφάνισή της, του την πήρε και εξαφανίστηκε για κάμποση ώρα. Και όταν το άγχος και η αγωνία είχαν κατακλύσει εκείνον και τη μάνα του ο Καβαλάρης του χρόνου έκανε την εμφάνιση. -Ελα ρε πατέρα που πήγες ανησύχησα. -Τι ανησύχησες, φοβάσαι μην ξέχασα να οδηγάω. -Ε όχι αλλό ξέρω και εγώ, δεν είναι με 50 άλογα είναι με 150. -Α τώρα κατάλαβα γιατί δεν καθόταν κάτω η μπροστινή και την πήγα και την έφερα στη μια ρόδα τα πολλά γαιδούρια φταίνε λοιπόν. Και χωρίς να κοιτάξει με αυτό το μεγάλο χαμόγελο κάτω απο το μουστάκι του αποσυρόταν αναπολώντας και εκείνος, και έκρυβε το φόβο του και το άγχος του για τα πολλά άλογα και τις μεγάλες ταχύτητες που οι σύγχρονες μοτοσυκλέτες προσφέρουν σε ανώριμα μυαλά. Περάσαν πολλά χρόνια απο τότε και μάλλον είναι ενα απο αυτά που στη ζωή μένουν αναπάντητα. Τις περισσότερες φορές και για το περισσότερο κόσμο τα αναπάντητα ερωτήματα είναι συνήθως κάποια που είναι γεμάτα πληγές πόνο και δάκρυα, ενώ για εκείνον παραμένει ακόμα ενα απο αυτά τα μικρά μεγάλα αναπάντητα ερωτήματα που τον έκανα με το πατέρα του φίλο και και αναπολεί ακόμα εκείνο το πρώτο παγωμένο αέρα που ένοιωσε όταν τη πρώτη πρώτη φορά με τη κλεμμένη φλορέντα τη τσούλησε σβηστή στη κατηφόρα. Μέσα στο πυκνό σκοτάδι όταν όλα τα καφενεία είχαν πλέον κλείσει εκείνος μόνος του πήρε τη κατηφόρα και την άφησε να τσουλάει ελεύθερα με νεκρά στη κατηφόρα. Την άφησε να πάρει φόρα χωρίς να πατήσει φρένο πουθενά και αισθανόταν οτι είναι οδηγός στο νησί των αθανάτων ανάμεσα στην Αγγλία και την Ιρλανδία, ένοιωθε οτι περνάει φίλερ και με εξωφρενική ταχύτητα απο τους τοίχους των σπιτιών και τα κάγκελα των αυλών αλλά απλά πήγαινε με μέγιστη ταχύτητα τα 50 χιλιόμετρα. Και μετά έφτασε στη τελευταία κατηφόρα που θα τον οδηγούσε στη μεγάλη ευθεία, τα έδωσε όλα άφησε ελεύθερο και το τιμόνι και άφησε τα χέρια του ανοίγοντάς τα αγκαλιάζοντας το φεγγάρι που του φώτιζε το δρόμο. Ο αέρας του γέμισε τα πλεμόνια και για πρώτη φορά το ήξερε οτι οι μοτοσυκλέτες θα καθορίσουν τη ζωή του, στα μεγάλα του και μικρά ταξίδια, στα όνειρά του, στον έρωτα στη ζωή και σε αυτό που φανταζόταν σαν φαμίλια ακόμα...